Γεννήθηκε το 1956 στην Κυπαρισσία της Μεσσηνία. Από 1978 έως 1983 σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη καιτον Δημήτρη Μυταρά. Συνέχισε τις σπουδές του στη νωπογραφία (1982-1983) και την τεχνική φορητών εικόνων στο εργαστήριο του Κωνσταντίνου Ξυνόπουλου καθώς και στη σκηνογραφία (1979-1981) με δάσκαλο Βασίλη Βασιλειάδη. Το 1983 πήρε πτυχίο Θεωρητικών και Ιστορικών σπουδών και από το 1982 –έως το 1984 παρακολούθησε το εργαστήριο Γλυπτικής του Δημήτρη Καλαμάρα. Διατέλεσε υποδιευθυντής στην Προπαρασκευαστική Σχολή Καλών Τεχνών Πανόρμου Τήνου (1985 – 1982), καθώς και καλλιτεχνικός διευθυντής για τη δημιουργία του Εικαστικού Τομέα της Δημοτικής Επιχείρησης Πολιτιστικής Ανάπτυξης Κυπαρισσίας (1996- 2001) και του Εικαστικού Τομέα της Δ.Ε.Π.Α. Καλαμάτας (2000-2005). Από το 2001 νωπογραφεί περιοδικά τους Ναούς της Αγίας Ζώνης, του Αγ. Εφρέμ, καθώς και το παρεκκλήσιο της Οσίας Πελαγίας στην Ι. Μονή Κεχροβουνίου Νήσου Τήνου. Έργα του υπάρχουν σε πινακοθήκες εταιρειών και ιδρυμάτων, στην Πινακοθήκη της Καλαμάτας και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Τάσος Αριδάς
'Εργα
Ατομικές εκθέσεις
2020
Γκαλερί Τύρινς•
Καρδίτσα•
2019
TINOSHABITART •
Τήνος•
2016
Βουρκαριανή•
Κέα•
2008
Σπίτι των εκθέσεων•
Τήνος•
2004
Γκαλερί Χρυσόθεμις•
Χαλάνδρι•
2000
Βουρκαριανή•
Κέα•
1999
Γκαλερί Έκφραση•
Γλυφάδα•
1994
Γκαλερί Χρυσόθεμις•
Χαλάνδρι•
1992
Γκαλερί Ώρα•
Αθήνα•
1987
Γκαλερί Χρυσόθεμις•
Χαλάνδρι•
1987
Γκαλερί Το μαγαζί•
Τήνος•
1986
Αίθουσα μορφωτικού συλλόγου Τήνου•
Τήνος•
2020
2019
2016
2008
2004
2000
1999
1994
1992
1987
1987
1986
Κείμενο
Στων χρωμάτων την ροή
Τα χρώματα είναι τα πλήκτρα, τα μάτια είν΄η αρμονία
και η ψυχή είναι το πιάνο με τις χορδές του.
Ο καλλιτέχνης είναι το χέρι που παίζει τ’όργανο
κι αγγίζοντάς το ΄να ή τ’άλλο πλήκτρο, δονεί τη ψυχή.
Βασίλι Καντίνσκι
Αν είναι κάτι που χαρακτηρίζει την τέχνη του Τάσου Αριδά, αυτό είναι η ιδιαίτερη σχέση της με την έννοια του χρόνου. Η καλλιτεχνική του πορεία, από το 1979 που ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μέχρι σήμερα, συνδέεται άμεσα με τη συνεχή αναμέτρηση του με διαφορετικά υλικά και μεθόδους, αναζητώντας κάθε φορά νέες αισθητικές ποιότητες. Από τις ακουαρέλες στην ελαιογραφία, από τις λεπτές πινελιές στις παχιές χρωματικές ζώνες καθώς και από την ξύλινη επιφάνεια των φορητών πινάκων στην νωπογραφία, το διακύβευμα είναι πάντα το ίδιο: Η αποκάλυψη της ροϊκότητας του χρόνου και, κατ’επέκταση,της ζωής των μορφών. Στις λιτές ζωγραφικές του αφηγήσεις, είτε πρόκειται για τοπία είτε για προσωπογραφίες είτε ακόμη για νεκρές φύσεις, ο χρόνος δεν παγιώνεται και ο εικαστικός χώρος δίνει την εντύπωση της συνεχούς μεταβολής. Τον καθοριστικό ρόλο στην όλη κινητικότητα παίζει η δυναμική των χρωμάτων, που μεταφέρουν τον εσωτερικό τους παλμό στην στιγμιαία μεταμόρφωση της όποια αναπαριστώμενης μορφής, καθιστώντας την ζωντανό οργανισμό. Έργα, όπως το «Ξαστέρωμα μετά τη βροχή», τα διάφορα είδη ψαριών ή ακόμα και «Ο Επισκέπτης του Δεκέμβρη», παραπέμπουν σε μια ζωγραφική ιμπρεσιονιστική ή αυτόματη ή και αφηρημένη. Από την άλλη πλευρά, όμως, τα χρώματα του Τάσου Αριδά αποτελούν δομικά στοιχεία τρισδιάστατων μορφών και της μαζικής τους σύστασεις, σε απεικονίσεις αυστηρά μελετημένες.
Στα έργα του «Καλό χειμώνα», «Η επίθεση του θέρους» και «Σεπτέμβρης», η ογκηρότητα των νεκρών φύσεων συναντούν τα «Μήλα» του Cezanne και την επιδίωξη του Γάλλου ζωγράφου να δοκιμάσει τις δυνατότητες που του παρέχει το χρώμα για να απεικονίσει στερεομετρικές φόρμες. Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτές οι νεκρές φύσεις μόνο νεκρές δεν είναι. Όχι γιατί μοιάζουν να μην έχουν αποκοπεί από το φυσικό τους περιβάλλον αλλά γιατί, ξεπερνώντας μια νατουραλιστική αναπαράσταση, κυριεύουν τον χώρο με τη ζωντάνια των χρωμάτων τους. Το βλέπουμε στον «Μάιο» με τις κατακόκκινες παπαρούνες που σκορπούν σαν αιμάτινες κηλίδες τα πέταλά τους, όπως τα μαβιά πέταλα από «Τα πρώτα ζουμπούλια», αλλά και στις εποχιακές οπώρες των συνθέσεων «Μελαγχολία του Οκτώβρη», «Καλό χειμώνα» και «Η επίθεση του θέρους». Την χρωματική ένταση των νεκρών φύσεων, ωστόσο, αντικαθιστούν οι γήινες αποχρώσεις των πορτρέτων. Εδώ, η επιδερμίδα αντανακλά ψυχικές καταστάσεις που επιβεβαιώνουν την απτική σημασία, όπως την διατυπώνει ο Didier Anzieu στο βιβλίο του «Εγώ δέρμα», ενώ το βλέμμα και τα χείλη μαρτυρούν σκέψεις και επιθυμίες.
Οι οπτικές αφηγήσεις του Τάσου Αριδά, στο σύνολό τους, παύουν να είναι βουβές εικόνες. Με τη συνέπεια του ανθρώπου ο οποίος ακούραστα, πρώτα βιώνει, ύστερα αγαπά και στο τέλος ζωγραφίζει, και με έναν ρέοντα εικαστικό λόγο, ο καλλιτέχνης δημιουργεί χρωματικούς χωροχρόνους που προσκαλούν τον θεατή και προκαλούν τις αισθήσεις και τα συναισθήματά του.
Ευαγγελία Διαμαντοπούλου
Επίκουρη Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης
Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, ΕΚΠΑ