Χρήστος Μποκόρος

Μποκόρος Χρήστος
© Γιώργος Ζαχαρίου

Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1956. Σπούδασε Νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (1975-1979) και Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1983-1989). Το 1992 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο του 24ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ζωγραφικής στην Cagnes-sur-Mer στη Γαλλία, και ένα χρόνο αργότερα τιμήθηκε με το Βραβείο της Πόλης Saint-Paul-de-Vence στο πλαίσιο της 13ης Μπιενάλε Μεσογείου στη Νίκαια. Από το 1995 έχει ασχοληθεί με τη σκηνογραφία, μεταξύ άλλων ο «Ξεπεσμένος Δερβίσης» του Θοδωρή Γκόνη (2007). Το 2016 αναγορεύτηκε επίτιμο μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας των Τεχνών στην Μόσχα. Από το 2017 είναι τακτικό μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου. Έργα του βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός της Ελλάδας. Ζει και εργάζεται στον Πειραιά.

'Εργα

Για την τέχνη και για την τέχνη του: Χρήστος Μποκόρος

Ο ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος μιλά για την απώλεια κριτηρίων και ουσιαστικού νοήματος στην τέχνη σήμερα και χαρακτηρίζει την τέχνη σαν ένα αίτημα για αθανασία. Αναλύει τα ζητήματα του χρόνου και του κόπου της ζωγραφισμένης εικόνας και αμφισβητεί τον διαχωρισμό παλιού και νέου, παλαιωμένου και καινούριου στην καλλιτεχνική δημιουργία. Προβάλλει τη ζωγραφική ως αντίσταση στον χρόνο και όχημα προς την αλήθεια, με βασικό άξονα το φως και τη σχέση του με τη σκιά, καθώς και την αισθητική ως ηθική στάση στον κόσμο. Προσδιορίζοντας τη ματιά του Σωτήρη Φέλιου μέσα από τα έργα παραστατικής ζωγραφικής που συλλέγει, σχολιάζει το τρίπτυχο έργο του Η σκοτεινή σκιά του ανθρώπου φωτισμένη ως έμβλημα της βασικής επιδίωξης της ζωγραφικής του, που δηλώνει πως είναι η αναζήτηση του φωτός.

Ατομικές εκθέσεις

2021

Μνήμον Φως Μέγαρο Χορού Καλαμάτας Καλαμάτα Κωνσταντίνος Παπαχρίστου

2021

Χρήστος Μποκόρος. 1821, η γιορτή Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού Αθήνα

2018

Ανατολικά Δημοτική Αίθουσα Μεγίστης Καστελόριζο

2018

Παραλογή Πινακοθήκη Βιάννου «Σάββας Πετράκης» Κερατόκαμπος, Κρήτη

2018

Φωτισμένα Τεχνοχώρος Αποθήκη Νικήτη, Χαλκιδική

2018

Ηρωικά Αναστάσιμα Ελληνογερμανική Aγωγή Παλλήνη (επιμέλεια: Αθηνά Σχινά)

2017

Σήματα κοινά θνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Παράρτημα Ναυπλίου Ναύπλιο

2017

Νόστος αδήλων Αναδρομική έκθεση Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138) Αθήνα

2016

Όψεις αδήλων Αναδρομική έκθεση Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138) Αθήνα

2016

Ζωγραφική Αίθουσα Τέχνης Αντί Αντίπαρος

2015

Της εξόδου Μουσείο Βάσως Κατράκη Αιτωλικό

2013

Τα στοιχειώδη Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138), Αθήνα / Ίδρυμα Dom Luis Primeiro, Κασκάις 2014 / Πνευματικό Κέντρο Δήμου Σύρου, Σύρος 2014 / Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου, Αγρίνιο 2015 / Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Πειραιάς 2015 / Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Μόσχας, Μόσχα 2016

2012

Σημείο ελευθερίας / Βέροια 1912-2012 Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας Βέροια

2012

Oδός Ελευθερίας The Office Λευκωσία

2004

Αδιάβαστο δάσος Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

2003

Πέρασμα από το σκοτάδι στο φως Αίθουσα Τέχνης Τζάμια-Κρύσταλλα Χανιά

2002

Πάτμος, άνοιγμα στο φως και στο σκοτάδι Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (Μέγαρο Σταθάτου) Αθήνα

2001

The Exhibition of Light: Transformation – from Darkness to Light City Hall Exhibition Hall Hong Kong Nigel Cameron

2000

Πλόες VI: Τα τοπία της ενδοχώρας Ίδρυμα Πέτρου και Μαρίκας Κυδωνιέως Άνδρος Αθηνά Σχινά

2000

Έκθεση στο Αγρίνιο Παλιές Καπναποθήκες Παπαστράτου Αγρίνιο

1998

Σχεδία διαφυγής Αίθουσα Τέχνης Τζάμια-Κρύσταλλα Χανιά

1997

Προσφορά Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

1996

Φως Rotunda Gallery Hong Kong Nigel Cameron

1993

Παραβολή μιας ιστορίας της ελιάς Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

1991

Ωά Αίθουσα Τέχνης Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου Γλυφάδα

1990

Ζωγραφική 1987-1990 Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα Αθήνα

1987

Ζωγραφική 1984-1987 Γκαλερί Σύγχρονης Τέχνης Αθήνα

Κείμενο

Δύο ζωγράφοι

Από τη Συλλογή Σωτήρη Φέλιου
στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας

«Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Το αξίωμα του Ανδρέα Κάλβου διατηρεί την εγκυρότητά του σε κάθε μορφή κρίσιμης απόφασης, ακόμη και στον χώρο της τέχνης. Οι καλλιτέχνες που συστεγάζονται στη Συλλογή Σωτήρη Φέλιου, αψηφώντας τις σειρήνες του συρμού, της αγοράς, της κριτικής, ακόμη και της επιτυχίας, επέλεξαν να εκφράσουν τα «πάθη» τους και τις «πληγές» της εποχής τους με την πατροπαράδοτη μέθοδο: ζωγραφίζοντας με χρώματα και πινέλα πάνω σε μια φέρουσα επιφάνεια. Αρετή και τόλμη χρειάστηκε να διαθέτουν, ωστόσο, και οι λίγοι συλλέκτες που αποφάσισαν, πηγαίνοντας ενάντια στο ρεύμα, να υποστηρίξουν αυτή την ομάδα καλλιτεχνών με πολλές προσωπικές θυσίες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Σωτήρης Φέλιος. Η συνέπεια της καλαισθησίας του και των επιλογών του χαρίζει μια σπάνια συνοχή στη συλλογή του· μια συλλογή που δεν έπαψε να την εμπλουτίζει, να την αξιοποιεί και να την προβάλλει.

Ας μη γελιόμαστε: χωρίς αυτόν τον ορίζοντα υποδοχής οι καλλιτέχνες, όχι μόνο θα αντιμετώπιζαν πρόβλημα επιβίωσης, αλλά κυρίως θα είχαν ίσως χάσει την ηθική δύναμη που υποστυλώνει και πυροδοτεί κάθε μορφή δημιουργίας.  Άραγε, η μέθοδος, η παραδοσιακή γλώσσα της τέχνης, μπορεί να εμποδίσει ένα καλλιτέχνη να εκφράσει τις «πληγές» της εποχής του, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του γενάρχη αυτής της ομάδας, του αείμνηστου Δασκάλου Γιάννη Μόραλη; Όχι βέβαια, όπως η γλώσσα η ελληνική, που μιλιέται  σ’ αυτό τον τόπο πάνω από 3.000 χρόνια, δεν εμπόδισε τους ποιητές, από τον καιρό του Αρχίλοχου, της Σαπφούς και του Πινδάρου ως τον αιώνα του Καβάφη, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, να πλέξουν τον ύμνο της ζωής και να θρηνήσουν για τα δεινά της εποχής τους.

Οι δυο ζωγράφοι της Συλλογής Σωτήρη Φέλιου που παρουσιάζονται στο Ελληνικό Ινστιτούτο της Βενετίας, ο πρεσβύτερος Χρόνης Μπότσογλου (γεν. 1941) και ο νεότερος Χρήστος Μποκόρος (γεν. 1956) μοιράζονται την ίδια προσήλωση στον χρόνο και τη μνήμη. Μόνο που οι δυο αυτές έννοιες έχουν εντελώς διαφορετική σημασία στη φιλοσοφία και την ποιητική των δυο καλλιτεχνών. Για τον πρεσβύτερο, σύμφωνα με τον υπαινικτικό στίχο του Οδυσσέα Ελύτη, ο χρόνος είναι «γλύπτης των ανθρώπων παράφορος», που οδηγεί τελεολογικά στη φθορά και στον θάνατο. Η μνήμη αντιπροσωπεύει για τον Μπότσογλου μια ακαταμάχητη δύναμη ανάκλησης προσφιλών προσώπων και πραγμάτων, μια μνημονική, υπαρξιακή αναδρομή σ’ έναν χαμένο παράδεισο. Η τέχνη του, ελεγειακή, εξομολογητική ισοδυναμεί με μαρτυρία ατομική, συνταρακτική στην ειλικρίνειά της.

Αντίθετα, η ζωγραφική του Χρήστου Μποκόρου είναι δοξαστική, αισιόδοξη. Ο χρόνος εξαγνίζει, καθαγιάζει τα πράγματα, χαρίζοντάς τους μιαν εγκόσμια αθανασία. Η μνήμη του Μποκόρου δεν έχει προσωπικό εξομολογητικό χαρακτήρα. Ανασύρει από τη λήθη πράγματα οικεία και τα εξυψώνει στην περιωπή του αξιομνημόνευτου, του αρχέτυπου. Το αρχέτυπο πηγάζει από το συλλογικό ασυνείδητο και απευθύνεται σ’ αυτό. Καταλύτης στις ποιητικές μεταμορφώσεις του Μποκόρου είναι το ανέσπερο φως που καταυγάζει τα περισσότερα έργα του, αντίθετα από του ψυχρούς νυχτερινούς τόνους που κυριαρχούν στη «Νέκυια» του Χρόνη Μπότσογλου.

[…]

Χρήστος Μποκόρος
Χρόνος, μνήμη και εγκόσμια αιωνιότητα

Ο χρόνος ως ποιητικόν αίτιον της φθοράς, του γήρατος και του θανάτου διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην ίδια τη δημιουργία της τέχνης και την εξέλιξή της. Η τέχνη αντιμετώπισε τον χρόνο με δυο τρόπους: η θρησκευτική τέχνη φιλοδόξησε να ενσαρκώσει την αιωνιότητα, να συλλάβει και να κάνει αισθητό το υπεραισθητό. Η κοσμική τέχνη χρησιμοποίησε την εικόνα ως έναν ακαταμάχητο μηχανισμό της μνήμης για να υπερνικήσει τον χρόνο, να αιχμαλωτίσει  πρόσωπα και πράγματα προσφιλή σε μια τομή της ροής του, «να κάμει τους απόντες παρόντες», όπως υποστήριξε ο Αλμπέρτι.

Η συνείδηση του χρόνου, που οδηγεί αμετάκλητα στη φθορά, όχι μόνο των θνητών αλλά και των πραγμάτων που συνδέθηκαν με τη ζωή τους, βρίσκεται στη ρίζα της δημιουργίας του Χρήστου Μποκόρου. Ο ζωγράφος προσπαθεί να ανασύρει από τη λήθη –που ισοδυναμεί μ’ ένα ζωντανό θάνατο– πράγματα και σκεύη που καθαγιάστηκαν από τη μακρά χρήση, από κινήσεις, χειρονομίες, αγγίγματα και που τώρα έχουν περιπέσει στην περιφρόνηση της αχρησίας. Ο ζωγράφος θα ξαναδώσει σ’ αυτά τα ξεχασμένα ναυάγια, παλιά ξύλα, σεντόνια, σάκους, μια δεύτερη ευκαιρία ζωής. Θα τα περιποιηθεί, χωρίς να σβήσει τα ίχνη της «κούρασής» τους, τη μαρτυρία της άλλης ζωής τους –άλλωστε γι’ αυτό τα πρόσεξε και τα συνέλεξε– και θα τους αναθέσει ένα καινούριο ρόλο: να μεταφέρουν το μήνυμα της τέχνης του, να γίνουν «τράπεζες προσφορών» όπου ο δημιουργός θα εναποθέσει τα «σκεύη της εκλογής του», τις εικόνες των πραγμάτων που θέλησε να διασώσει.

Τα παλιά φθαρμένα ξύλα, που κρατούν στις φλέβες τους τη μνήμη από τα χέρια που τα δούλεψαν, μεταβάλλοντάς τα σε παλίμψηστα, κυριαρχούν στις προτιμήσεις του ζωγράφου. Θα τα συναντήσουμε στα περισσότερα έργα της ωριμότητάς του. «Θαλάσσια ξύλα», λείψανα ναυαγίων, σανίδες από γεφύρια που καταστράφηκαν, αλλά και ταπεινότερα γεωργικά ή οικιακά σκεύη από το ίδιο υλικό θα προετοιμαστούν από τον δημιουργό για να υποδεχτούν τις εικόνες του. Με ταπεινοφροσύνη και ευλάβεια σχεδόν θρησκευτική και με την τέλεια τεχνική των παλιών Φλαμανδών μαστόρων ο Μποκόρος θα απεικονίσει με παραισθητική ακρίβεια μερικά εμβληματικά αντικείμενα ακουμπισμένα πάνω σ’ αυτές τις κουρασμένες επιφάνειες: μια χάλκινη κούπα, ένα ποτήρι μ’ ένα κλαδί ελιάς, ένα ποτήρι που χρησιμεύει για καντήλι με μια ακοίμητη φλόγα, ένα καμένο σπίρτο, σύμβολα σιωπηλής ανάλωσης αλλά και αντίστασης στον χρόνο. Η ίδια η ζωγραφική πράξη, η τέλεια τεχνική, κατακτημένη με ασκητικό ζήλο, ενσωματώνει τον χρόνο, τη διάρκεια. Τα αντικείμενα αποσπώνται από την καθημερινότητά τους, ανάγονται σε σύμβολα, καθαγιάζονται. Άραγε ο ζωγράφος θέλησε να τα φορτίσει με μια μεταφυσική διάσταση; Ο ίδιος αποκλείει κάθε ανάλογη φιλοδοξία: «Με ενδιαφέρει η πρόθεση των ανθρώπων να προσεγγίσουν το πνεύμα ενσαρκώνοντας ό,τι υψηλότερο και καλύτερο στην ύλη».

Τα παλιά ξύλα ταυτίζονται με το επίπεδο του πίνακα, που λειτουργεί ως «τράπεζα προσφορών». Ό,τι ακουμπά επάνω για να ζωγραφιστεί, ό,τι εικονίζεται ψευδαισθησιακά πάνω στην ξύλινη φέρουσα ύλη, είναι ιδωμένο εξ απόπτου (από πάνω, από ψηλά), όπως θα βλέπαμε κάποια σκεύη ακουμπισμένα σ’ έναν χαμηλό χωριάτικο σοφρά. Έτσι δεν παραβιάζεται η επιφάνεια, τα αντικείμενα «συμπιέζονται» σ’ έναν αβαθή χώρο, που τους επιτρέπει ίσα-ίσα να «αναπνέουν», να υπάρχουν.  Η μετάβαση από τα κουρασμένα ξύλα στα ζωγραφισμένα αντικείμενα, το πέρασμα από τον κόσμο του πραγματικού, στον κόσμο των ψευδαισθήσεων προκαλεί ένα διεγερτικό ίλιγγο στον θεατή. Μια ερριμμένη σκιά προσπαθεί να γεφυρώσει αυτή την άβυσσο που χωρίζει τους δύο κόσμους.

Μνημονικά και όχι φυσικά είναι και τα χρώματα που προτιμά ο ζωγράφος: τα καμένα, τα χοϊκά, τα γαιώδη, τις ώχρες, τις όμπρες, τις σιένες, τα λευκά και τα μαύρα. Τα δυνατά χρώματα, το κόκκινο, το μαύρο, το κίτρινο έχουν συχνά συμβολική ή μετωνυμική χρήση: ταυτίζονται ή παραπέμπουν στο αίμα, στο πένθος ή στο φως των κεριών που κατακλύζει μια ολόκληρη σειρά έργων του. Καντήλια, κεριά ή φλόγες συνιστούν τελετουργίες μνήμης «ζώντων και θανόντων».

Ο Χρήστος Μποκόρος αφιέρωσε κάθε του έκθεση σε ένα συμβολικό κυρίαρχο θέμα:  στο αυγό, που συμβολίζει και αντιπροσωπεύει την απαρχή της δημιουργίας αλλά και την τελειότητα της μορφής πριν από την εισβολή του χρόνου που σηματοδοτεί η γέννηση, στην ελιά, το δέντρο που δίνει τροφή και φώς ιερό επί χιλιάδες χρόνια στους λαούς της Μεσογείου. Με την παραβολή της ελιάς, ένα εννοιακό σύνολο που περιελάμβανε την τοπογραφία της καλλιέργειας, το δέντρο, το λάδι, τη λατρεία, το ακοίμητο φως του καντηλιού, τα εικονοστάσια και το γλυπτό σύνταγμα με τον άνθρωπο και τον οίκο του, ο Μποκόρος απέσπασε το 1992 το μεγάλο βραβείο (Grand Prix) στο Διεθνές Φεστιβάλ της Cagnes-Sur-Mer στη Γαλλία και το βραβείο στην ΧΙΙΙ Biennale της Νίκαιας, στο Saint-Paul-de-Vence.

Η αλληγορία της κλίνης είναι ένα υποβλητικό σύνολο από πίνακες και κατασκευές που συμβολίζουν τον κύκλο της γέννησης, του έρωτα και του θανάτου. Μια άλλη ενότητα έργων του ζωγράφου αποτίει  φόρο τιμής στο ψωμί, στον επιούσιον άρτο, στον άρτο με τον σταυρό, σύμβολο που τονίζει την ιερότητά του, και στο πρόσφορο, σφραγισμένο με την ξύλινη γλυπτή σφραγίδα (τύπωση) με τα ιερά σύμβολα. Το πρόσφορο, ζυμωμένο με ευλάβεια από αλεύρι που προέρχεται από ειδικό τύπο σιταριού, τυλιγμένο σε λευκή λινή πετσέτα, συνοδεύει στην ορθόδοξη τελετουργία τα ονόματα των νεκρών που θα μνημονεύσει ο ιερέας. Αυτό το τελετουργικό εμπνέει τον καλλιτέχνη στο τρίπτυχο «ζώντων και νεκρών». Το φως που έχει αφήσει το αποτύπωμά του πάνω στη λευκή λινή πετσέτα στο τελευταίο φύλλο του τριπτύχου συμβολίζει την ιερότητα αυτής της λαϊκής τελετουργίας στην ορθόδοξη παράδοση. Μιλώντας γι’ αυτήν ο ζωγράφος θα πει: «με εντυπωσίαζε το πώς μπορούσαν να επενδύσουν τόσο σεβασμό στην ύλη ώστε να προσεγγίσουν κάτι αόρατο».

Το πνευματικό στοιχείο, το υψηλό, το αρχέτυπο, το αιώνιο, οι έννοιες που διανθίζουν τα κείμενα και τις συνεντεύξεις του Μποκόρου, μας δίνουν το κλειδί για να διεισδύσουμε στον κόσμο της ζωγραφικής του· έναν κόσμο που παρουσιάζει αρραγή στοχαστική ενότητα και νοήματα που συμπυκνώνονται σε σύμβολα ευανάγνωστα, γιατί πηγάζουν από την κοινή εμπειρία: το πρόσφορο, ο ιερός άρτος και τα δάχτυλα που το ακούμπησαν πάνω στην ξύλινη επιφάνεια, η λινή πετσέτα που ξεδιπλώνεται για να μας αποκαλύψει το αόρατο φως, αποτύπωμα μιας ευλαβικής χειρονομίας, οι φλόγες που φύονται θαρρείς πάνω στις αδρές σανίδες.

Η γνώριμη αρχέτυπη θεματική του ζωγράφου συμπληρώνεται στην έκθεση του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας με μια σειρά από έργα που ανακαλούν μελανές σελίδες της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Το τρίπτυχο «Η σκοτεινή σκιά του ανθρώπου φωτισμένη» εμπνέεται από την οδυνηρή εμπειρία του Εμφυλίου πολέμου. Ο ζωγράφος ήρθε σε βιωματική επαφή με τις νωπές ακόμη μνήμες των τραγικών ιστορικών στιγμών της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας όταν απέκτησε ένα εργαστήρι στο ερειπωμένο χωριό της Βίνιανης πάνω στα βουνά της Ευρυτανίας όπου οι αντάρτες είχαν τα λημέρια τους. Μια ολόκληρη έκθεση, εξιλαστήριο ex voto, αφιέρωσε ο ζωγράφος στη μνήμη των νεκρών του Εμφυλίου («Αδιάβατο δάσος», Βίνιανη 2004). Το τρίπτυχο που εκτίθεται στη Βενετία είναι ζωγραφισμένο πάνω σε παλιά σακιά από καπνά, παραπομπή στον γενέθλιο τόπο του ζωγράφου, το Αγρίνιο. Στον πρώτο πίνακα μια μαύρη σκιά καλύπτει έναν ακρωτηριασμένο κορμό· στον δεύτερο, η εικόνα του νεανικού ανδρικού κορμού αναδύεται ανάγλυφη από τον καμβά, σχεδιασμένη με τη μαστοριά των παλιών δασκάλων· στο τρίτο φύλλο του τριπτύχου ο κορμός έχει καταυγαστεί από φως εξαγνιστικό, δοξαστικό. Μνήμη, εξιλέωση, θέωση. Το κόκκινο του αίματος, που βάφει τις σανίδες ενός άλλου έργου, καθαίρεται από τις γνώριμες φλόγες του ζωγράφου. Η αιματηρή νεανική εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 ενέπνευσε στον ζωγράφο ένα άλλο ευλαβικό αφιέρωμα: πάνω σ’ ένα διπλωμένο λευκό σεντόνι ή σάβανο έχουν εναποτεθεί λίγα άνθη, τριαντάφυλλα, γιασεμί και γαζία.

Μια ξεθωριασμένη ελληνική σημαία διάστικτη, σαν έναστρος ουρανός, από φλόγες μνήμης περιβάλλεται από μιαν επιγραφή που τη συνδέει με την ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι το Αγρίνιο, πόλη καταγωγής του ζωγράφου, γειτονεύει με το Μεσολόγγι. Με αυτά τα συνταρακτικά λόγια, που  αναφέρονται στη θυσία του Μεσολογγίου, ο Γεώργιος Τερτσέτης υπερασπίστηκε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην περίφημη δίκη του: «Έξι χιλιάδες Ελλήνων εξαπλώθηκαν μονομιάς εις μιαν νύχταν απέξω από τα τείχη του Μισολογγίου. Ελαφρή βροχή ράντιζε την γη εις το έβγα τους και πολλοί εφώναζαν: μας κλαίει ο Μεγαλοδύναμος απόψε».

Τα έργα του Μποκόρου αναζητούν το ιερό, το πνευματικό, το αρχέτυπο μέσα στο καθημερινό και το οικείο. Παγιώνουν εκλάμψεις αιωνιότητας τέμνοντας στιγμές μέσα στον σύντομο χρόνο του ανθρώπινου βίου. Ανάγουν σε τελετουργικά δρώμενα χειρονομίες και συνήθειες καθημερινές, που αποκτούν έτσι διαχρονική και αναγνωρίσιμη ελληνική ταυτότητα, χαρτογραφώντας μιαν άνω πατρίδα. Η ζωγραφική του Μποκόρου μας διδάσκει να βιώνουμε αλλιώς τη θνητή μας ύπαρξη ως μια ακολουθία από στιγμιαίες εγκόσμιες αιωνιότητες, που λαμβάνουν χώρα σε συγκεκριμένο τόπο, στην Ελλάδα, αλλά σε υπερβατικό χρόνο, στη διάρκεια.

 

Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα
Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης
Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης
* Από τον κατάλογο της έκθεσης «Illuminated Shadows: Χρήστος Μποκόρος – Χρόνης Μπότσογλου. Ζωγραφική από τη Συλλογή Σωτήρη Φέλιου», Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, Βενετία, 2011.