Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963. Σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Δημήτρη Μυταρά (1982-1987). Έχει βραβευθεί με το 1ο Βραβείο του Ιδρύματος Γιάννη και Ζωής Σπυρόπουλου (1992) και με το βραβείο της A.I.C.A για το έργο του «Ens Solum» (2010). Από το 2008 είναι Επίκουρος Καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και διδάσκει στο Προπτυχιακό καθώς και στο Μεταπτυχιακό Εικαστικών Τεχνών. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Γλυπτοθήκη και στην Εθνική Πινακοθήκη καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Παντελής Χανδρής
'Εργα
Ατομικές εκθέσεις
2023
Τροχιακά Αντικείμενα •
Citronne Gallery•
Αθήνα•
2017
Schattenentblösster •
Elika Gallery•
Αθήνα•
2015
Stealth •
Elika Gallery•
Αθήνα•
2013
Ζήτημα πίστης •
Elika Gallery•
Αθήνα•
2010
Ο άνθρωπος είναι ένα νησί •
Γκαλερί a.antonopoulou.art•
Αθήνα•
2007
Ens solum •
Γκαλερί a.antonopoulou.art•
Αθήνα•
2005
Σχεδόν – Μεταξύ •
Γκαλερί a.antonopoulou.art•
Αθήνα•
2003
Υπόστασις ΙΙ •
Γκαλερί TinT•
Θεσσαλονίκη•
2003
Υπόστασις •
Γκαλερί a.antonopoulou.art•
Αθήνα•
1999
Medlent •
Επίκεντρο – Χώρος Σύγχρονης Τέχνης•
Αθήνα•
1997
Παράλληλες εικόνες II •
Art Athina•
Αθήνα•
(Γκαλερί Κρεωνίδης)•
1996
Παράλληλες εικόνες •
Kalfayan Galleries•
Θεσσαλονίκη•
1995
Οι σημειώσεις του μαυροπίνακα •
Γκαλερί Κρεωνίδης•
Αθήνα•
1993
Τρόπαια •
Γκαλερί Κρεωνίδης•
Αθήνα•
1991
Ανακατασκευές – Μετασκευές •
Γκαλερί Δεσμός-Δώμα•
Αθήνα•
2023
2017
2015
2013
2010
2007
2005
2003
2003
1999
1997
1996
1995
1993
1991
Κείμενο
Ο καλλιτέχνης ναυαγός / Ο καλλιτέχνης πολυβολητής
Δεν έβλεπα και τίποτα σπουδαίες προοπτικές για την περίπτωσή μου. Στο νησί με είχε ρίξει μια καταιγίδα που μας παρέσυρε πολύ έξω από την πορεία του ταξιδιού που σχεδιάζαμε και σε μεγάλη απόσταση, δηλαδή κάμποσες εκατοντάδες λεύγες έξω από τους συνηθισμένους δρόμους του ανθρώπινου εμπορίου. Είχα, επομένως, πολλούς λόγους να θεωρήσω αυτή μου την ατυχία ως θέλημα Κυρίου, ότι δηλαδή σ’ αυτόν τον παντέρημο τόπο και μ’ αυτόν τον παντέρημο τρόπο θα τελειώσω τις μέρες μου.
Daniel Defoe, «Robinson Crusoe»
Είναι αξιοπερίεργο. Σε κάθε έκθεσή του ο Παντελής Χανδρής κατασκευάζει έναν κόσμο, αυτοδύναμο, τελείως διαφορετικό από τις προηγούμενες εκθέσεις του, με νήματα όμως που τις συνδέουν όλες σε μια ενότητα. Για τις ανάγκες αυτής της τελευταίας έκθεσης, δημιουργεί ένα Νησί ως κεντρικό στοιχείο ενός πολύπλοκου συνόλου, όπου μέσα από μια σειρά σχεδίων και κατασκευών, επινοεί και οχυρώνει έναν τόπο. Οικοδομεί μια κλειστή αμυντική επικράτεια και οριοθετεί με αυτήν το χώρο του νου, όπου η μοναδική διέξοδος της σκέψης, είναι η προβολή ενός κείμενου. Το κείμενο είναι ένας μονόλογος αυτή τη φορά, σε αντίθεση με τον διάλογο του προηγούμενού του έργου, το οποίο μέσω μιας προβολής συναρθρώνεται και αναπτύσσεται παράλληλα με τα υπόλοιπα έργα της έκθεσης. Αρχίζοντας γράφει: «Το νησί μου είναι ένα χαμηλό νησί. Είμαι αφέντης της γης μου. Το νησί μου το καταφύγιό μου, το νησί μου η παγίδα μου».
Ο καλλιτέχνης κατασκευάζει ένα οχυρωματικό έργο-νησί με αναφορές στην πολεμική αρχιτεκτονική, ενώ παράλληλα, το σύνολο λειτουργεί και ως μεταφορά του ανθρώπινου σώματος, του ανθρώπινου σύμπαντος. Ο καλλιτέχνης-εαυτός εποπτεύει τον κόσμο μέσα από μια σχισμή πολυβολητή.
Σ’ αυτό το νησί, απομονωμένο από τον υπόλοιπο πλανήτη και την ανθρωπότητα βρίσκεται ένα οχυρωματικό κτίσμα το οποίο περιβάλλεται από μια τιτάνια ανθρώπινη γνάθο. Μέσα σ’ αυτό το κτίριο, γίνεται φανερό, κατοικεί ο καλλιτέχνης. Απομονωμένος απ’ όλους, υπερασπιζόμενος την ύπαρξή του απέναντι σ’ έναν αόρατο εχθρό. Ο καλλιτέχνης επιχειρεί να χαρτογραφήσει τόσο την σημερινή κατάσταση του καλλιτέχνη σε εποχές κρίσης όσο και την τραγική μοίρα της μοναξιάς. Και, βέβαια, η μοναξιά είναι μια τραγική μοίρα που δεν περιορίζεται στους καλλιτέχνες. Μιλάει για την τάση της ανθρώπινης φύσης να οχυρώνεται πίσω από βεβαιότητες, που αντί αυτές να λειτουργούν σαν λυτρωτικά καταφύγια, πολλές φορές γίνονται μοιραίες παγίδες. Ο Χανδρής ανασύρει μια ρομαντική εκδοχή του καλλιτέχνη, ο οποίος δουλεύει πυρετικά, απομονωμένος στη σοφίτα-εργαστήριό του, αποκλεισμένος και παρίας από τις εξελίξεις μιας κοινωνίας που μοιάζει ολοένα να μην τον χρειάζεται και τη μεταφέρει στον δυστοπικό τόπο ενός άχρονου νησιού. Αν κανείς αναλογιστεί το μοντέλο του σαχλού κοσμικού εικαστικού που προβάλλουν τα νεοελληνικά media αυτοί οι προβληματισμοί αποκτούν τραγικά επικαιρική σημασία.
Ο καλλιτέχνης λοιπόν είναι ένας νέος Ροβινσώνας. Ο Γεράσιμος Βώκος γράφει: «Τον 17ο αιώνα ο Defoe γράφει τις περιπέτειες του Ροβινσώνα Κρούσου. Ένας ναυαγός, μόνος του, με τη συσσωρευμένη πείρα του πολιτισμού που μεταφέρει, θα φτιάξει στο έρημο νησί του τον κόσμο από την αρχή. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο Verne γράφει τη “Μυστηριώδη Νήσο”. Εδώ μια ομάδα ανθρώπων θα κυριαρχήσει στη φύση χάρη στην επινοητικότητα ενός μηχανικού και την άοκνη εργασία όλων, για να ανακαλύψει στο τέλος τον ένα, τον αρχιμηχανικό, ο οποίος δίνει νόημα στο νησί και λύνει το μυστήριο που το περιβάλλει. Στο πρώτο βιβλίο ήρωας είναι ο Ροβινσώνας. Στο δεύτερο, πρωταγωνιστής είναι το νησί, που βρίσκει όμως το νόημά του στον ένα, στο υποκείμενο που κρύβει στα έγκατά του. Με τον τίτλο του βιβλίου του ο Verne καθόρισε μια για πάντα τον προορισμό του νησιού: το μυστήριο».1
Στην περίπτωση του Χανδρή, ο «αρχιμηχανικός» του νησιού είναι, φυσικά, ο ίδιος ενώ ο Ροβινσώνας εδώ είναι και πάλι ο ίδιος. Το δικό του νησί δεν είναι μια μυστηριώδης θεϊκή φυσική δημιουργία αλλά το περιεχόμενο ενός καλλιτεχνικού μυαλού που εργάζεται μέσα στο εργαστήριό του.
Στην έκθεση αυτή του Χανδρή, οι οργανικές μορφές, που είχαν ήδη εμφανιστεί στις προηγούμενες δουλειές του, επιστρέφουν ως σαφείς αναφορές στην ανατομία του ανθρώπινου σώματος. Η γνάθος με την οδοντοστοιχία είναι η πρώτη απ’ αυτές τις μορφές. Περιβάλλει το κτίσμα-bunker του νησιού, προσθέτοντας μια επιπλέον οχυρωματική προστασία ενώ μας εισάγει στις ανατροπές της κλίμακας στις οποίες ειδικεύεται ο Χανδρής. Μιλάμε για ένα νησί-σώμα το οποίο περιέχει μια μακέτα κτιρίου ή για ένα πραγματικό νησί με αληθινή αρχιτεκτονική στο οποίο μυστηριωδώς εμφανίζονται κυκλώπεια ανθρώπινα ευρήματα; Κι αυτή η ανθρώπινη σιαγόνα αποδομείται και ξαναπαρουσιάζεται ως νέα, χωρίς προηγούμενο, αρθρωτή μορφή. Μια άλλη οργανική μορφή που εμφανίζεται σ’ αυτή την ενότητα δουλειάς, είναι κάτι σαν πεπτικός σωλήνας μια «μαλακή» μορφή, που ενώ συμπιεσμένη σε μια έλικα καλύπτει το περιορισμένο σημείο που περιέχεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα, απλωμένη σ’ ένα αρχιτεκτονικό ανάπτυγμα όψης αγγίζει τις δεκάδες μέτρων. Ο Χανδρής, σε όλη αυτή την ενότητα, παίζει με τις αντιθέσεις σκληρών και μαλακών μορφών. Το έδαφος, το χώμα δέχεται ως κόλπος, μια υπόσκαφη αρχιτεκτονική που υπονοείται ότι είναι κατασκευασμένη από μπετόν αρμέ, τσιμέντο με ατσάλι όπως είθισται στην κατασκευή των Bunker.
Η αμυντική γραμμή των Γερμανών στη Νορμανδία λίγο πριν τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έφερε σε περιοχές ακόμη και αστικές (Calais) την τυπολογία του bunker, του οχυρωματικού κτίσματος/πολυβολείου, σχεδόν μέσα στον ιστό της πόλης.2 Δύο σχισμές είναι συνήθως τα μόνα (εμφανή) ανοίγματα που συνδέουν το bunker με τον έξω κόσμο και τους εχθρούς. Όπως γράφει ο J.G. Ballard, το bunker δεν πρέπει ποτέ να εξαφανίζει τον εαυτό του τελείως αλλά να προκαλεί σύγχυση στο σύστημα αναγνώρισης με το να είναι πότε αυτό και πότε το άλλο.3 Σε περιόδους ειρήνης αυτές οι οχυρωματικές κατασκευές μοιάζουν περίεργα ανατριχιαστικές. Σαν μια μηχανή επιβίωσης χωρίς λόγο ύπαρξης, ελλείψει εχθρών. Σαν ένα ναυαγό υποβρυχίου που ξεβράστηκε στην ακτή. Στο Νησί του Παντελή Χανδρή το bunker εμφανίζεται ως ένα άχρονο (όπως και το ίδιο το νησί) ερείπιο, θραύσμα από μια –άγνωστο πόσο παλιά– εποχή αλλά και γιαπί γιατί παραμένει ατελείωτο, «στα μπετά», αφού καμιά αισθητική ανάγκη δεν επέβαλλε την ολοκλήρωσή του με σοβάδες και κουφώματα. Πρόκειται πιθανότατα για μια αθάνατη κατασκευή γιατί αυτά τα υλικά, αφού δεν βομβαρδίζεται ή υφίσταται πυρηνική εισβολή, πρακτικά, δεν φθείρονται. Αλλά και η τέχνη (οφείλει να) είναι αθάνατη…
Συζητάμε με τον Παντελή και αραδιάζουμε ταινίες με πολυβολητές: Το γερμανικό «Das Boot», την πιο κλειστοφοβική ίσως ταινία όλων των εποχών, με το μόνο βλέμμα προς τον έξω κόσμο να είναι το περισκόπιο. Ή το «Τhe Beast» για ένα σοβιετικό τανκ στο Αφγανιστάν, αποκομμένο από τη μονάδα του, χαμένο πίσω από τις γραμμές ενός αόρατου εχθρού που αναζητείται μέσα από τη σχισμή του πολυβολητή. Ή την πιο πρόσφατη ισραηλινή «Lebanon», όπου ένα άλλο τανκ βιώνει ανάλογες καταστάσεις στον εμπόλεμο Λίβανο…
Ταυτόχρονα, αυτός ο πολυβολητής / παρατηρητής εποπτεύει τον κόσμο, πανοραμικά, μέσα από μια σχισμή. Αυτό μοιάζει με μια μεταφορά πάνω στην camera obscura που μας εισήγαγε στην αναγεννησιακή προοπτική. Για τον σύγχρονο καλλιτέχνη η κλειστοφοβία αφορά στη σχέση του εργαστηρίου του με τον έξω κόσμο. Είναι ένα είδος ασκητισμού; Είναι ένας στυλίτης που παρατηρεί τον κόσμο από το «ύψος του στύλου του»; Όπως γνωρίζουμε η γλυπτική πρέπει να είναι περίβλεπτη, πρέπει ο θεατής να περπατά γύρω της και να την παρατηρεί. Όμως εδώ, στο Νησί του Χανδρή, βλέπουμε ότι τα νώτα του πολυβολητή είναι ακάλυπτα. Όποτε θέλει ο εχθρός μπορεί να τον χτυπήσει από πίσω, ενώ αυτός παραμένει απασχολημένος να κοιτάει μπροστά. Από ποιον κινδυνεύει ο καλλιτέχνης;
Συνεχίζουμε να συζητάμε με τον Παντελή για ταινίες (δεν έχει σημασία που αυτός δεν είναι πια εδώ). Ταινίες για την απόλυτη μοναξιά, για τον τελευταίο άνθρωπο επί της γης. Τρεις απ’ αυτές βασίζονται στο βιβλίο του Richard Matheson, «Ι Am A Legend». Μια από τις ταινίες που βασίστηκαν σ’ αυτό ήταν η «The Last Man on Earth» ενώ, πιο πρόσφατα, γυρίστηκε και μια ομότιτλη με το βιβλίο. Η ανθρωπότητα έχει εξαφανιστεί και απειλητικά ζόμπι καραδοκούν τη νύχτα ενώ ο τελευταίος άνθρωπος περιπολεί την ημέρα συντροφιά με τον σκύλο του…
Τη συνηγορία της κοινωνικότητας απέναντι σ’ έναν θιασώτη της μοναξιάς και του ασκητισμού θα κάνει η λαίδη Έλενα, πρωταγωνίστρια σ’ ένα άλλο βιβλίο του Jules Verne, «Τα Τέκνα του πλοίαρχου Γκραντ»: «Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για την κοινωνία, όχι για την απομόνωση. Η μοναξιά μπορεί να γεννήσει μόνο απελπισία. Είναι θέμα χρόνου. Μπορεί στην αρχή οι δυσκολίες της υλικής ζωής, οι ανάγκες της ύπαρξης να αποσπάσουν τον δυστυχή που μόλις σώθηκε από τα κύματα. Μπορεί οι αναγκαιότητες του παρόντος να του αποκρύψουν τις απειλές του μέλλοντος. Μπορεί. Αλλά στη συνέχεια, όταν θα αισθάνεται μόνος, μακριά από τους όμοιούς του, χωρίς ελπίδα να ξαναδεί την πατρίδα του κι αυτούς που αγαπά, τι θα σκέφτεται άραγε και πόσο θα υποφέρει; Το νησάκι του είναι ολόκληρος ο κόσμος. Όλη η ανθρωπότητα περιορίζεται σ΄αυτό. Και όταν ο θάνατος φτάνει, θάνατος τρομακτικός σ’ αυτή την εγκατάλειψη, βρίσκεται εκεί σαν τον τελευταίο άνθρωπο την τελευταία μέρα του κόσμου. Πιστέψτε με, κύριε Παγκανέλ, είναι καλύτερα να μη βρεθεί κανένας στη θέση αυτού του ανθρώπου!». Ο Παντελής Χανδρής φτιάχνει το Νησί ως μια μεταφορά για την απομόνωση, τη μοναξιά του καλλιτέχνη, του ανθρώπου. Δεν αφήνει καμιά αμφιβολία πως αυτή η κατασκευή δεν είναι ένας τεχνητός παράδεισος, αντίθετα είναι όχι μόνον μια φυλακή αλλά, ταυτόχρονα, μια εξορία χωρίς ασφάλεια αφού ανά πάσα στιγμή μπορεί να δεχτεί επίθεση από έναν αόρατο εχθρό. Ποιος είπε ότι η θέση του καλλιτέχνη σήμερα είναι αξιοζήλευτη;
Θανάσης Μουτσόπουλος