Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1995-2000) με καθηγητή τον Γιάννη Ψυχοπαίδη και παρακολούθησε το εργαστήριο αγιογραφίας για τρία χρόνια. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Λήδα Κοντογιαννοπούλου
'Εργα
Ατομικές εκθέσεις
2021
Λήδα Κοντογιαννοπούλου: Το Σπίτι της Μνήμης •
Μουσείο Μπενάκη Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα•
Αθήνα•
2016
Γκαλερί Ένα•
Αθήνα•
2014
Ζωγραφική •
16 Φωκίωνος Νέγρη•
Αθήνα•
2011
Αίθουσα Τέχνης Έψιλον Ρόζυ Οικονομίδου•
Θεσσαλονίκη•
2010
Αίθουσα Τέχνης Γαβράς•
Αθήνα•
2008
Αίθουσα Τέχνης Γαβράς•
Αθήνα•
2007
Αίθουσα Τέχνης Έψιλον Ρόζυ Οικονομίδου•
Θεσσαλονίκη•
2006
Χώρος Τέχνης «24»•
Αθήνα•
2000
Γκαλερί Χρυσόθεμις•
Χαλάνδρι•
2021
2016
2014
2011
2010
2008
2007
2006
2000
Κείμενο
Φανταστικές βιτρίνες για μια πολύτιμη ζωγραφική
Στο μυστικό δωμάτιο του σπιτιού του, ο εκλεπτυσμένος και μοναχικός ποιητής, παρατηρούσε καθημερινά τα σπάνια, διαχρονικά και πανέμορφα αντικείμενα που του είχε παραχωρήσει, για τη διάρκεια μιας ζωής, η γενναιόδωρη μοίρα του. Πίσω από μια βιτρίνα και κάτω από φωτάκια, επιμελώς τα είχε τοποθετήσει για να λάμπει θριαμβευτικά η προσωπικότητα κάθε αποκτήματος, για να εκπέμπει με ασφάλεια η αύρα του κάθε θησαυρού. Εκεί, στο θέατρο του θαυμασμού του, οι ζωγραφιές της Λήδας Κοντογιαννοπούλου συνομιλούσαν με αρχαίες αιγυπτιακές κούπες, βραχιόλια δυτικών βασιλείων, παρτιτούρες γνωστών συνθετών ή πεταλούδες απροσπέλαστων νησιών…
Σ’ ένα μέρος του μυαλού μου, πλάθω δικές μου ιστορίες ζωγράφων. Όπως εκθέτουν οι κοσμηματοπώλες τα καλύτερα κομμάτια τους και τα μουσεία κάποιες ιδιαίτερες δημιουργίες, φαντάζομαι τα έργα της Λήδας μέσα σε τζάμια πολυτελείας. Αυτές οι μικρές –συνήθως– ζωγραφικές επιφάνειες σαν πολύτιμοι λίθοι καθρεπτίζουν μαγικά το φως ενός ολόκληρου σύμπαντος, όπου κάθε εικονιζόμενο μιλάει δύο γλώσσες: μια παραστατική που με μαεστρία ακριβολογεί και μια «μετά-φυσική», που με αφορμή τα φαινόμενα, ξεπηδάει σε έννοιες προσωπικές και συναρπαστικές.
Με τα «κιάλια» του βλέμματός της, σαν μηχανήματα ακριβούς παρατήρησης, η «καταδύτης Λήδα» βουτά στον Ωκεανό της λεπτομέρειας και σιγά-σιγά φέρνει στην επιφάνεια του τελάρου, μύρια στοιχεία που συνθέτουν τον «γενετικό κώδικα» της ορατής και μη ορατής πραγματικότητας. Κάθε χρωματιστό χάδι της πινελιάς της, χτίζει «κύτταρο κύτταρο» μια εικόνα των πραγμάτων και του αέρα ανάμεσά τους. Ζωγραφικά και ευαίσθητα, η Λήδα διηγείται τον χαρακτήρα όποιου αντικειμένου «ποζάρει». «Μιλάει» για το σχήμα του, τον όγκο του, τις λάμψεις του… Αναλύει το χρώμα του, το βάρος του, το ύφος του… «Εξηγεί» πώς μπορεί ένα ύφασμα να είναι «ερωτευμένο» με μια πορσελάνη ή πώς διαφορετικές φόρμες και υφές μπορούν να «κάνουν παρέα». Και με φανερή αγάπη για τους πρωταγωνιστές των ζωγραφιών της, εκφράζει τη θερμοκρασία τους, τον «παλμό» τους, τις «ανάσες» τους. Στο εργαστήριο, ακονίζει το μάτι και το πινέλο της στην τριβή τους με μια απλή καθημερινότητα, μέσα από την οποία, όμως, εξαντλεί κάθε οπτική δυνατότητα. Έτσι, σαν οπαδός φλαμανδών Δασκάλων, ζωγραφίζει τη «διάθεση» μιας ανθοδέσμης σ’ ένα βάζο, αποκαλύπτοντας με αφοπλιστική φινέτσα τα μυστικά και των πιο άγριων λουλουδιών. Και όταν όλα χορεύουν, συνομιλούν, αλληλοϋπερασπίζονται, πάνω στον ρυθμό που προκύπτει από τη «συνάντησή» τους, ποιος θα μπορούσε να μιλήσει για «νεκρές φύσεις»;
Η δουλειά της Λήδας Κοντογιαννοπούλου, δεν παγώνει, σε καλόγουστες συνθέσεις, μια κατάσταση των αντικειμένων που την γοητεύουν ή την προκαλούν. Αντιθέτως, και με ένα ουσιαστικό μέτρο που τη χαρακτηρίζει, η Λήδα λούζει τις συνθέσεις της με μια ανεπαίσθητη μεταφυσική πνοή που τις απομακρύνει τελικά από τη στενή έννοια της αναπαράστασης καθαυτή. Πέρα από γυάλινα μπουκάλια, πορσελάνες, λουλούδια, υφάσματα, χώρους ή ακόμα και φιγούρες, η Τέχνη της εμφανίζει συμβολικά μοτίβα και οσμές που μας ανεβάζουν, πάντα με λεπτότητα, στις προσωπικές διαστάσεις ενός Άλλου, περιοχή γειτονική της Φαντασίας με οικείο πρόσωπο. Εκεί πέρα όπου οι ώρες δεν αντιστοιχούν σε αλλεπάλληλες στιγμές, σε μετρημένα λεπτά, σε αριθμούς… Εκεί όπου μπορεί και επιπλέει ο νους, συνήθως βαρύς και κουρασμένος από τους κομφορμισμούς, τις κοινοτυπίες και την χοντροκοπιά… Εκεί όπου τίποτα δεν είναι ποτέ «νεκρό» ούτε μία «φύση»… Εκεί όπου, πίσω από το βερνίκι που –σαν βιτρίνα– προστατεύει τα βαθιά και εύθραυστα χρώματα ενός έργου-κόσμημα, φανερώνεται η ψυχή της αρχόντισσας-ζωγράφου που το φορά.
Όταν η εικόνα της πραγματικότητας αλλοιώνεται ελαφρά και κάνει το γεγονός να μοιάζει όνειρο, η πινελιά της Λήδας ανοίγει σιωπηλά τον δρόμο για μια βόλτα στο Μεταίχμιο, στο «ενδιάμεσο βασίλειο». Και τα έργα της σαν πολύτιμες χαρτογραφίες αφηγούνται μια ιστορία ειδική για τον καθένα… Μια τεράστια ιστορία σ’ ένα κρυπτογραφημένο και μικροσκοπικό «ζωγραφικό κείμενο» αλλά εξολοκλήρου γραμμένο σε σήματα κεφαλαία.
Ο ποιητής αγαπούσε τόσο πολύ τα «Κοντογιαννοπούλου» του που επιθυμούσε να ήταν και ζωγράφος για να τα είχε δημιουργήσει αυτός. Εξετάζοντας τη μία εικόνα μετά την άλλη, χανόταν, κάποιες φορές, για μισή μέρα στους Δαιδάλους των μυθοπλασιών του… Και όταν τα παράθυρα που ζήλευαν σκοτείνιαζαν τελικά τον χώρο του δωματίου, εκείνος θυμόταν μια φράση του Proust: «Οι μέρες μπορεί να είναι ίσες για ένα ρολόι, αλλά όχι για έναν άνθρωπο», και συμπλήρωνε ο ίδιος: «ειδικά αν ταξιδεύει στη χώρα των θησαυρών του…».
Μαρίνα Κανακάκη Ιστορικός Τέχνης – Μουσειολόγος