Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1907 όπου και πέθανε το 1985. Πρόκειται για τον βασικό εισηγητή του σουρεαλιστικού πνεύματος στην Ελλάδα. Σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα (1932-1938), με καθηγητή τον Κωνσταντίνο Παρθένη και παρακολούθησε σχολές τέχνης σε Μόναχο, Φλωρεντία και Ραβέννα. Εργάστηκε στην ανώτατη εκπαίδευση και το 1967 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα Ελεύθερου Σχεδίου του Ε.Μ.Π., όπου δίδαξε μέχρι το 1973. Υπήρξε μέλος της ομάδας Αρμός. Βασικός εκφραστής του σουρεαλισμού και στην ποίηση, εξέδωσε τα: «Κλειδοκύμβαλα της σιωπής» (1938), «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» (1939), «Επτά ποιήματα» (1944), «Μπολιβάρ» (1944), «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες» (1978) κ.ά. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά. Ο Εγγονόπουλος έδωσε διαλέξεις και δημοσίευσε δοκίμια σχετικά με την τέχνη, εικονογράφησε βιβλία και ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία. Τιμήθηκε με το A´ Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Παιδείας (1958) και με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου A´ (1966).
Νίκος Εγγονόπουλος
'Εργα
Ατομικές εκθέσεις
2022
Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού •
Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη •
Αθήνα•
επιμέλεια: Τάκης Μαυρωτάς•
2017
Με τα χρώματα του λόγου και τον λόγο των χρωμάτων •
Αναδρομική έκθεση•
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή•
Άνδρος•
2007
Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138)•
Αθήνα•
2002
Σουρρεαλιστικοί ψίθυροι •
Αίθουσα Τέχνης Αστρολάβος•
Αθήνα•
1999
Νίκος Εγγονόπουλος 1907-1985, Μυθολογία – Βυζάντιο – Επανάσταση •
Αίθουσα Τέχνης Αστρολάβος•
Αθήνα•
1997
Νίκος Εγγονόπουλος: Ωραίος σαν ΄Ελληνας •
Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης•
Θεσσαλονίκη•
1996
Παρουσίαση του βιβλίου «Σχέδια και χρώματα» •
Γκαλερί Ζουμπουλάκη•
Αθήνα•
1995
Τιμή στον Νίκο Εγγονόπουλο •
Γκαλερί Σκουφά•
Αθήνα•
1987
Νίκος Εγγονόπουλος, Ζωγράφος και ποιητής •
Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών•
Αθήνα•
1987
Γκαλερί Αίγινα•
Αίγινα•
1985
Ζωγραφική 1975-1985 •
Γκαλερί 3•
Αθήνα•
1985
60 χρόνια Σουρεαλισμός – 47 χρόνια Εγγονόπουλος •
Γκαλερί F•
Θεσσαλονίκη•
1985
Ο υπερρεαλιστικός κόσμος του Νίκου Εγγονόπουλου •
Γκαλερί Ζήτα-Μι•
Θεσσαλονίκη•
1984
Ο υπερρεαλιστικός κόσμος του Ν.Ε. από το 1938 μέχρι σήμερα •
Γκαλερί Ζουμπουλάκη•
Αθήνα•
1983
Αναδρομική έκθεση •
Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου•
Αθήνα•
1983
Βραδιά Εγγονόπουλου •
Γκαλερί Ο Κοχλίας•
Λευκωσία•
1981
Γκαλερί Ζήτα-Μι•
Θεσσαλονίκη•
1981
Αίθουσα Πολυπλάνο•
Αθήνα•
1981
Γκαλερί 3•
Αθήνα•
1976
Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη•
Αθήνα•
1963
Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο Σχολών Δοξιάδη•
Αθήνα•
1954
27η Μπιενάλε της Βενετίας•
Βενετία•
1939
Σπίτι Νίκου Καλαμάρη•
Αθήνα•
2022
2017
2007
2002
1999
1997
1996
1995
1987
1987
1985
1985
1985
1984
1983
1983
1981
1981
1981
1976
1963
1954
1939
Κείμενο
Ζευγάρια
Στο κέντρο μιας σύνθεσης, ένας άνδρας και μια γυναίκα. Το περιβάλλον, οι αμφιέσεις, οι στάσεις ποικίλλουν· ένα μόνο μένει αναλλοίωτο: το ζευγάρι. Ο Εγγονόπουλος το απεικόνισε περισσότερο από εξήντα φορές, 1 καθιστώντας το έτσι ένα από τα κεντρικά θέματα του έργου του. Τα μισά σχεδόν από αυτά τα ζευγάρια είναι γνωστά, προέρχονται από τη μυθολογία ή τη λογοτεχνία: Οδυσσέας και Πηνελόπη, Καλυψώ ή Ναυσικά (1982), Ορφέας και Ευρυδίκη, Ιάσων και Μήδεια, Ηρώ και Λέανδρος (1980), Έκτωρ και Ανδρομάχη, Θέτις και Πηλέας, Ερωτόκριτος και Αρετούσα (1969)… Τα άλλα, ανώνυμα, δεν παραπέμπουν σε κάποια γνωστή ιστορία. Ναι μεν ο τίτλος που δίνει ο καλλιτέχνης παραπέμπει στην παρουσία ενός ζευγαριού, συγχρόνως όμως είναι και πολύ φειδωλός: «Ο Ποιητής και η μούσα του», «Γάμος», «Αρραβώνας», «Ειδύλλιο», ή πολύ απλά Ζευγάρι». Αυτούς τους πίνακες τους ενώνουν πολλά κοινά σημεία: οι μορφές απεικονίζονται ολόσωμες· τα πρόσωπα, στη θέση των οποίων υπάρχουν μερικές φορές αντικείμενα, δεν είναι ποτέ αναγνωρίσιμα· τα σώματα, νεανικά και σφριγηλά, δεν αγγίζονται ή αγγίζονται σεμνά μόνο στο χέρι· η σπουδαιότητα του ρόλου του άνδρα και της γυναίκας είναι ισοδύναμη: έρχονται αντιμέτωποι ως ίσος προς ίσο μέσα στο πάθος, το παιχνίδι, τη μάχη, την καθημερινότητα που τους ενώνει. Το ίδιο παρόμοιες είναι και οι δυσαναλογίες των σωμάτων τους: επιμήκυνση των μηρών, των ποδιών, των μπράτσων τους· εκλέπτυνση της μέσης τους· ανάδειξη των μυών στον άνδρα· του στήθους, της λεκάνης, των μηρών στη γυναίκα. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο το δέρμα του άνδρα γίνεται ματ, σαν για να αναδεικνύει καλύτερα το άσπιλα λευκό δέρμα της γυναίκας.
Όποια κι αν είναι η εικόνα που έχει ο καθένας μας για το ζευγάρι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Εγγονόπουλος μας θέτει εδώ μπροστά σ’ ένα ιδανικό. Η μουσική που γράφουν μαζί αυτά τα δύο πλάσματα, έτσι τοποθετημένα, ανήκει μόνο σε αυτά. Εμείς δεν είμαστε παρά οι θεατές της αρμονικής συνύπαρξής τους, οι «ηδονοβλεψίες» μιας συζυγικής ζωής που φαίνεται ευτυχισμένη, στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις. Φυσικά, εμφανίζονται και δυσαρμονίες, συχνά με μια δόση λεπτού χιούμορ, όπως στο «Εκεί» ή στο «Ιάσων και Μήδεια». Αλλά τέτοιες δυσαρμονίες προδίδουν τις αναπόφευκτες φθορές που προκαλεί ο χρόνος στο πρώτο πάθος. Παρά την απουσία ωμού ερωτισμού,2 αυτή η συνύπαρξη σωμάτων είναι έκδηλα αισθησιακή, σαρκική, σεξουαλική. Ο Εγγονόπουλος δικαιολογείται με αιδώ: «Αγαπώ το γυμνό περισσότερο από το πρόσωπο. Το πρόσωπο μπορεί να πει ψέματα. Το γυμνό ποτέ. Γι’ αυτό δεν με ενδιαφέρει το πρόσωπο. Μόνο το σώμα ζωγραφίζω. Το αγαπώ γιατί είναι το κύπελλο της ζωής. Εκφραστικό σαν εκείνη όταν είναι κουρασμένο. Αστραφτερό όπως εκείνη όταν είναι καινούργιο».3 Με άλλα λόγια, τα σώματα δεν λένε ψέματα. Φανερώνουν τον πόθο τους και την αδιαφορία τους, την έλξη τους ή την άπωσή τους, τη φλόγα τους ή την κούρασή τους, χωρίς η ερμηνεία της έκφρασης του προσώπου ή του περιεχομένου της λεκτικής ανταλλαγής να στρεβλώνει την αρχική ορμή τους.
Οι μαρτυρίες των δύο συζύγων του Εγγονόπουλου, της Νέλλης Ανδρικοπούλου και της Λένας Εγγονοπούλου, συμπίπτουν σε αυτό το θέμα: από τη στιγμή που ο καλλιτέχνης γινόταν ζευγάρι, δεν μοιραζόταν. Η πρώτη, με την οποία θα μείνει παντρεμένος μόνο τέσσερα χρόνια, θα γράψει, όχι χωρίς κάποια πικρία: «Η συμβίωσή μου με τον Εγγονόπουλο υπήρξε, αν μη τι άλλο, ασφυκτικά στενή, τόσο στον γύρω χώρο όσο και στον χώρο τον πνευματικό – μπορεί να πει κιόλας κανείς ότι υπέκυψε σ’ αυτή την ασφυξία».4 Η δεύτερη, που θα ζήσει στο πλευρό του για περισσότερο από είκοσι πέντε χρόνια, μέχρι τον θάνατό του, θα επιβεβαιώσει: «Ο Νίκος μού εκδηλώνει τον έρωτά του και μου ζητά αμέσως να παντρευτούμε, ενώ δηλώνει και στην παρέα: “Εγώ θέλω να πάρω ένα κορίτσι, να απομονωθώ, και να μην ξαναμιλήσω σε κανέναν!”. Ήταν πάντα έτσι, απόλυτος. Οι φίλοι μας, όπως και εγώ φυσικά, μέναμε άναυδοι όταν τον ακούγαμε. Δεν το πιστεύαμε – ενώ ήταν αλήθεια».5 Αυτή η ανάγκη για το απόλυτο, αυτή η κυριαρχική αγάπη, που οδηγεί μέχρι την απομόνωση, δεν είναι επομένως χίμαιρες του ζωγράφου· εκφράζουν το βαθύ προσωπικό όραμα ενός ανθρώπου. Και γι’ αυτό ακριβώς θα ήταν λάθος, με το πρόσχημα ότι αυτές μορφές δεν έχουν πρόσωπο, να σκεφθούμε ότι δεν τις ζωογονεί μια κίνηση που μπορεί να υπαινίσσεται μια πιο ωμή έλξη, και να τις δούμε σαν ένα αδιάφορο, ψυχρό, απόμακρο ζευγάρι. Αντίθετα, στέκουν ως πυλώνες της κοινής ιστορίας που χτίζουν, είτε αυτή είναι εφήμερη είτε φτιαγμένη για να διαρκέσει.
Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau