Ο Πάνος Φειδάκης γεννήθηκε το 1956 στο Αίγιο και πέθανε το 2003. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1976-1981) με καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη, τον Γιώργο Μαυροΐδη και τον Δημήτρη Μυταρά. Βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό του «Αττικό Μετρό Α.Ε.» για την αισθητική βελτίωση του Σταθμού «Μέγαρο Μουσικής» στην Αθήνα. Έργα του ανήκουν σε σημαντικές ιδιωτικές συλλογές.
Πάνος Φειδάκης

Ατομικές εκθέσεις
2008
Πάνος Φειδάκης: Αφιέρωμα σε ένα φίλο •
Μουσείο Φρυσίρα•
Αθήνα•
2000
Galerie La Hune-Brenner•
Παρίσι•
2000
Γαλλικό Ινστιτούτο Πειραιά•
Πειραιάς•
1999
Αίθουσα Τέχνης Σκορπιός•
Τρίκαλα•
1998
Γκαλερί Ζουμπουλάκη•
Αθήνα•
1998
Αίθουσα Τέχνης Υδρότεχνον•
Μύκονος•
1997
Ζωγραφική 1976-1996 •
Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου•
Αίγιο•
1997
Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη•
Αθήνα•
1996
Γκαλερί Ζουμπουλάκη•
Αθήνα•
1995
Γκαλερί Τύρινς•
Καρδίτσα•
1995
Γκαλερί Ζουμπουλάκη•
Αθήνα•
1994
Αίθουσα Τέχνης Τερρακόττα (Γκαλερί TinT)•
Θεσσαλονίκη•
1993
Αίθουσα Τέχνης Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου •
Γλυφάδα•
1992
Γκαλερί Κρεωνίδης•
Αθήνα•
1992
Αίθουσα Τέχνης Ναυπλίου•
Ναύπλιο•
1987
Γκαλερί Εποχές•
Κηφισιά•
1986
Γκαλερί Χρυσόθεμις•
Χαλάνδρι•
1985
Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων Αίθουσα Μπουζιάνη•
Αθήνα•
1982
Δημοτική Βιβλιοθήκη Αιγίου•
Αίγιο•
2008
2000
2000
1999
1998
1998
1997
1997
1996
1995
1995
1994
1993
1992
1992
1987
1986
1985
1982
Κείμενο
Η γαλήνια ενατένιση του φωτός και του έρωτα
«Η Ελλάδα θα ήταν απελπιστικά έρημη γη», γράφει ο Tériade σε άρθρο του, «αν δεν ήταν πυκνοκατοικημένη από ουρανό, από θάλασσα, από φως. Στην Ελλάδα, το παιχνίδι της πλαστικότητας αποκαλύπτεται ολόγυμνο. Καμιά επέμβαση δεν ταράζει την ήρεμη διαδρομή του. Η γη αφήνει ελεύθερο τον ουρανό να κάνει ό,τι θέλει. Γυμνή και μυστική συγχρόνως, ανάλαφρη ή αυστηρή, ντυμένη μονάχα το κιτρινισμένο δέρμα της, που είναι τεντωμένο, έτοιμο να διαρραγεί, παίζει σαν ταχυδακτυλουργός με το καθάριο φως…». Το ελληνικό φως, φως μοναδικής διαύγειας και ηδύτητας, οδηγεί τον ζωγράφο Πάνο Φειδάκη στην προσωπική περιπέτεια των εικόνων του. Για τον δημιουργό, το θέμα δεν κάνει τη ζωγραφική αλλά η δύναμη και η αλήθεια της ζωγραφικής το θέμα. Έτσι παρατηρεί γαλήνια και στοχαστικά τον κόσμο που βιώνει και αισθάνεται δημιουργώντας εικόνες στα μέτρα της πραγματικής ζωής. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Καμιά μεταφυσική αγωνία δεν τον εμποδίζει να ανακαλύψει πληρέστερα τη φύση και να διεισδύσει στα μυστικά της αναζητώντας το αίτιο της υπαρξιακής του ταυτότητας. Το Αίγιο, ο γενέθλιος τόπος του, υπήρξε η πρώτη πρόκληση της ζωγραφικής του δράσης για να συνειδητοποιήσει γύρω στα 1980 ότι η τέχνη θα γίνει η περιπέτεια της ζωής του.
Σχεδιάζει χρωματίζοντας από τα πρώτα στάδια της πορείας του με αμεσότητα χωρίς περιστροφές και διλήμματα αιχμαλωτίζοντας τον χρόνο στις εικόνες του. Ζωγραφίζει το φως χωρίς να φοβάται την τρομερή του λάμψη, συνήθως τις ώρες του μεσημεριού εκ του φυσικού, αποκαλύπτοντας μοναδικές εικόνες ενός οικείου κόσμου. Κορίτσια και αγόρια, ώριμες γυναίκες και μεστοί άντρες, τοπία της Κουνινάς, του Αιγίου, της Αθήνας, όπου ζει και εργάζεται από το 1975 αποτελούν το πεδίο της εικαστικής του δράσης με σκοπό την ωρίμανση αυτής της ίδιας ζωγραφικής του έκφρασης. Η κάθε του πινελιά έχει την αιτία της όπως και η κάθε παύση ανάμεσα στο χρώμα και την αζωγράφιστη επιφάνεια. Πρόθεσή του να εκφράσει το μείζον με το ελάχιστο, όπως στα πορτρέτα της περιόδου 1990-1993 τα οποία διακρίνονται από την ελλειπτικότητα, το κενό, τη διάλυση, την έμφαση στις αφαιρετικές διατυπώσεις. Ο δημιουργός ποιεί εικόνες μέσα από τη λιτότητα των χρωμάτων, εμμένοντας στις ώχρες, το μαύρο, το άσπρο, το μπλε. Η παθιασμένη αυτή αντιμετώπιση του χρώματος αποτελεί μια προσωπική του εκφραστική δυνατότητα μακριά από ακαδημαϊκά διδάγματα δικαιώνοντας την άποψη του πολύτιμου φίλου του Αλέκου Φασιανού: «Οι προσωπογραφίες του δίνουν την αίσθηση του ψηφιδωτού! Λάμπουν». Και συμπληρώνει ως προς το υπόλοιπο έργο του: «Τα τοπία ήσυχα και γλαφυρά. Τα φραγκόσυκα σαν αληθινά καθώς και οι μπανάνες. Προχώρει, Φειδάκη, με τον δικό σου δρόμο. Πιστεύω ότι έχεις μέσα σου το παρελθόν και το παρόν. Ό,τι ζητά κανείς από την ψυχή για να εκφράσει την πραγματικότητα». Και πράγματι ο Φειδάκης ζωγραφίζει τις μορφές του βάζοντας το ένα χρώμα δίπλα στο άλλο με τη λογική του ψηφιδωτού έτσι ώστε τα ημιτόνια να είναι πολύ κοντά για να κερδίσει τη διαφάνεια και την αίσθηση της πνοής. Η συνθετική του δομή χαρακτηρίζεται από μία μοναδική καθαρότητα καθώς αδιαφορεί για την περίπλοκη σκηνοθετική της απόδοση. Απλά και φυσικά καταγράφει τις εικόνες του κόσμου μας.
Η «Ακρόπολη», το «Θησείο», το «Σπίτι της οδού Ασωμάτων» στάθηκαν η αφορμή να ξαναζωγραφιστούν από τον Φειδάκη με τη συνειδητή γνώση των έργων που έχουν προϋπάρξει πριν από τις προσωπικές του διατυπώσεις. Ο κόσμος της πραγματικότητας δεν αλλάζει και ο ίδιος τολμά να κοιτάζει τα ίδια θέματα με τη δική του ευαισθησία όπως για παράδειγμα τις νεκρές φύσεις «Αγγελική ανθισμένη σε ποτήρι» και «Φρέζες σε ποτήρι», ίσως σαν φόρο τιμής στον μεγάλο απόντα της ελληνικής ζωγραφικής, τον Γιάννη Τσαρούχη.
Ο Φειδάκης από το 1976 ζωγραφίζει εκ του φυσικού, σε χαρτιά ή μουσαμάδες μικρών διαστάσεων, με λάδια, κραγιόνια ή υδατοχρώματα εμμένοντας στα γαιώδη χρώματα. Ακόμα και τα μονόχρωμα σχέδια έχουν την αυτοδυναμία ενός έργου του ποτέ δεν θα αποτελέσει τη βάση μελέτης για τη δημιουργία ενός άλλου. Τα «Γυμνά» επίσης αποτελούν μια μεγάλη θεματική ενότητα της δουλειάς του. Γυμνά σώματα πάλλονται από έρωτα, όπως οι υπέροχες πόζες της «Νατάσας», αποκαλύπτοντας τις πιο αθώες εκδοχές της ηδονής, εμφορούμενες από συναισθηματική ένταση. Η ιστορία των γυμνών κορυφώνεται με την ενότητα του 1996 όπου δίπλα στα τελάρα στήνει για μια ακόμα φορά μοντέλα για να ελέγξει ή να επιβεβαιώσει τη δύναμή του στο να αποδώσει την πνοή και την ψυχή της σάρκας. Ο ίδιος παραμένει, σ’ όλα τα στάδια του έργου του, ένας αιρετικός της εποχής μας αδιαφορώντας για τις πρωτοποριακές εκφράσεις της σύγχρονης τέχνης. Παθιασμένος και πεισματάρης, πειθαρχεί και ασκείται ως προς την κατάκτηση της γνώσης των κανόνων και των αρετών της καθαρής ζωγραφικής με πρόθεση να αποκαλύψει την ψυχή του.
Τάκης Μαυρωτάς