Μαρία Φιλοπούλου

Φιλοπούλου Μαρία

Η Μαρία Φιλοπούλου γεννήθηκε το 1964 στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική στην École Nationale Supérieuredes Beaux-Arts στο Παρίσι, με δάσκαλο τον Leonardo Cremonini κατά την περίοδο 1984-88. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην ίδια σχολή, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, κατά την περίοδο 1988-89 (λιθογραφία με δάσκαλο τον Abraham Hadad). Έργα της βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας, στη Βουλή των Ελλήνων, στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο Μουσείο Γουλανδρή, στο Μουσείο Φρυσίρα, στη Πινακοθήκη Κουβουτσάκη, στη Συλλογή Αντώνη & Άζιας Χατζηιωάννου και σε άλλες συλλογές και μουσεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

'Εργα

Για την τέχνη και για την τέχνη της: Μαρία Φιλοπούλου

Η ζωγράφος Μαρία Φιλοπούλου περιγράφει τη σχέση της με την τέχνη σαν τρόπο ζωής. Μιλά για τον θαυμασμό της για το έργο άλλων καλλιτεχνών και τονίζει την ανάγκη της να παρακολουθεί τα διεθνή εικαστικά δρώμενα. Επισημαίνει ότι στο έργο της κυριαρχούν οι άξονες του φωτός, του χρώματος και του χώρου και εξομολογείται ότι η ζωγραφική τής προσφέρει τη δυνατότητα να δημιουργεί «προσωπικούς παραδείσους» σαν αντίδοτα στη σκληρή καθημερινότητα. Αναλύει τη δημιουργική διαδικασία που ακολούθησε το έργο της από την παρατήρηση εκ του φυσικού στο ύπαιθρο, μέχρι την αναγκαιότητα της φωτογραφίας, της μνήμης και του μοντέλου μέσα στο εργαστήριο. Εξηγεί πώς έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη δημιουργία μεγάλων έργων με θέματα από τη φύση, που αποτελεί για εκείνη ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. Εκφράζοντας την πεποίθησή της ότι η Συλλογή Σωτήρη Φέλιου στηρίζει την παραστατική ζωγραφική, σχολιάζει το έργο της Ροή αναλύοντας τις σχέσεις νερού, βράχου, ροής, ανθρώπινου σώματος και φωτός, βασικά πεδία ενδιαφέροντος για τη ζωγραφική της.

Ατομικές εκθέσεις

2020

Προσωπικοί παράδεισοι Αναδρομική έκθεση 16 Φωκίωνος Νέγρη Αθήνα (επιμέλεια: Αλέξης Βερούκας)

2017

Νερό Kapopoulos Fine Arts Πάτμος

2016

Galerie Dutko Île Saint-Louis Παρίσι

2014

Su / Water Tesvikiye Sanat Galerisi Κωνσταντινούπολη

2013

Instinct for Water Belgravia Gallery Λονδίνο

2011

Νερό Γκαλερί Ζουμπουλάκη Γκαλερί Ζουμπουλάκη

2009

Αναδρομική έκθεση Πινακοθήκη Κυκλάδων Σύρος (επιμέλεια: Ίρις Κρητικού)

2007

Ιεράπολη Μἠλος

2006

Free as Angels Gallery K Λονδίνο

2006

Millenia Fine Art Gallery New York

2005

Κολυμβητές Art London 2005 Παρίσι (Galerie Ariel Sibony)

2005

Galerie Ariel Sibony Παρίσι

2003

Oxford Battered Lentzou Gallery Αθήνα

2002

Κολυμβητές Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

2001

Γκαλερί Μάτι Κατερίνη

2000

Η γραμμή του ορίζοντα Γκαλερί Τζάμια-Κρύσταλλα Χανιά

1999

Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

1999

Ημερολόγιο 1999 του Ομίλου Εταιρειών Ηρακλής Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων Αθήνα

1998

Αίθουσα Τέχνης Τερρακόττα (Γκαλερί TinT) Θεσσαλονίκη

1997

Effet de Serre Γκαλερί Flak Παρίσι

1996

Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

1994

Αίθουσα Τέχνης Τερρακόττα (Γκαλερί TinT) Θεσσαλονίκη

1993

Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

1991

Γκαλερί Eonnet-Dupuy Παρίσι

1990

Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα Αθήνα

Κείμενο

Chasing Waterfalls

…Don’t go chasing waterfalls
Please stick to the rivers and the lakes that
You’re used to
I know that you’re gonna have it your way
Or nothing at all
But I think you’re moving too fast.

Waterfalls Lyrics by TLC (1994)

Οδηγούμενη από τις διαφάνειες της Αργολίδας στους σκοτεινούς βυθούς του Αιγαίου και τις αρχαίες δεξαμενές της μικρασιατικής Ιεράπολης, αναζητώντας επίμονα την απτή πεμπτουσία του ταξιδιωτικού χρόνου και τόπου και μαζί, τα έγκατα μιας αυτογνωσιακής κάθαρσης, η πρόσφατη ενότητα έργων της Μαρίας Φιλοπούλου, αποτελεί φυσική βιωμένη εικαστική και αυτοβιογραφική συνέχεια της μακρόχρονης σχέσης της με το ζωοποιό νερό: στα τελάρα της ξαναβρίσκουμε το καθηλωτικό, αλάνθαστο λεξιλόγιο των παραδεισένιων κυανών και τών οργανικών, υγρών πράσινων του νερού, των εκτυφλωτικών λευκών των σπαρμένων υπό τον ήλιο βράχων, των ψιθυριστικών ρόδινων και των ωχρών τόνων του διακεκομμένου από δραματικούς φυσικούς όγκους ορίζοντα, την αφαιρετική σύμμιξη της διαφάνειας, της σκιάς και του φωτός ενός άχρονου μυθικού τόπου με ιδανικό μικροκλίμα. Γιατί τα νέα έργα της Φιλοπούλου, υπερασπιζόμενα για μία ακόμη φορά το ουσιαστικό ζητούμενο των γενναίων διαστάσεών τους, προτείνουν ανεξερεύνητους αυτοτελείς κόσμους που διεκδικούν την καταβύθιση του βλέμματος και δράττουν τη συγκίνηση του θεατή, ευφορικά ζωγραφικά πεδία μεσημβρινού χρόνου που παλλόμενα από την ίδια τους τη δυναμική, εγκαθιστούν τη ζωγραφική της σε νέες, συναρπαστικές συντεταγμένες.

Είναι το μυστικιστικό τοπίο των σπλάχνων της Σαμοθράκης, που σπαρμένο με καταρράκτες, βάθρες και φυσικές δεξαμενές, διαλύεται στα οργανικά του στοιχεία, άλλοτε ειδωμένο από ψηλά και άλλοτε εισχωρώντας στα υγρά άδυτα ενός ευφραντικού σύμπαντος διάστικτου από σιωπηλούς λουόμενους που εμβαπτίζονται ηδονικά στο νερό, κολυμπώντας σε βραδύ χρόνο στους κόλπους του ή εγκαταλείποντας το μικρό δέμας του σώματός τους στα λευκά και φαιά κοίλα των παρυφών του με την εσχατολογική ένταση και την αθόρυβη προσήλωση μιας προσευχής.

Παράλληλες σημειώσεις του ίδιου τοπίου, τα γυναικεία και ανδρικά σώματα που πλασμένα με ανατομική σχεδιαστική ενδελέχεια γραμμής, όγκου και χρώματος, εγκαθίστανται σε μικρότερες ζωγραφικές επιφάνειες, διασπείροντας τα φωτεινά ίχνη τους σε εκτυφλωτικές εκρροές και κόγχες νερού και βράχων, ωθώντας τη ρεαλιστική ζωγραφική τους μετάσταση στα άκρα της, προτείνοντας στο βλέμμα του θεατή έναν μυθώδη τόπο έκπαγλης πλαστικής ύπαρξης. Έναν αθέατο τόπο κατοικημένο και από το ίδιο το σώμα της ζωγράφου.

Οι ευφυείς συνθέσεις της Φιλοπούλου, όπου το ειδυλλιακό συνομιλεί με την πρωτογένεια και όπου οι πρωτόπλαστες μικροσκοπικές ανθρώπινες σάρκες σαλεύουν και απορροφώνται στα ένθεα τοπία ενός αδιανόητου φυσικού κάλλους, ελάχιστα παραπέμπουν στη φοβική σχεδόν διαπραγμάτευση του θέματος του καταρράκτη έτσι όπως εκείνο αποτυπώνεται στην νεότερη ιστορία της δυτικής ζωγραφικής: στα πομπώδη ρομαντικά τοπία του 18ου, του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα όπως εκείνα των ζωγραφικών ευρωπαϊκών αναπαραστάσεων του Johann Jakob Schalch και του Konrad Corradi, των λογοτεχνικών εικονογραφήσεων του Léon Benett και του Henri Meyer ή των εξερευνητικών τεκμηριώσεων του Ernst Haeckel, το στοιχείο της κάθετης ορμητικής ροής του νερού αποτυπώνεται με εκστατικό δέος.1

Στην άλλη όχθη, έργα μοντέρνας τέχνης όπως οι καταρράκτες του M.C. Escher, ή το εντυπωσιακής κλίμακας σύγχρονο έργο του Olafur Eliasson «The New York City Waterfalls» που ανατέθηκε στον καλλιτέχνη από το New York Public Art Fund σε συνεργασία με την πόλη της Νέας Υόρκης και παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2008 σε τέσσερα παράκτια σημεία της πόλης, διαπραγματεύονται το θέμα του καταρράκτη εγκαταλείποντας την εικόνα του δέους, αποδομώντας το περιεχόμενο και το σχήμα του και επαναδομώντας τα σε μια διαφορετική ζώσα ύλη που αναφέρεται στην ίδια τη μαγική υπόσταση του νερού, στην ενέργεια, την περιβαλλοντική και τη συλλογική σημασία του.2

Διερευνώντας ωστόσο σε συνέχεια τη σχετική εικονογραφική ιαπωνική παράδοση, όπου το φυσικό στοιχείο του καταρράκτη εμφανίζεται συχνά, γειτινάζοντας με τα γραμμικά χιονισμένα βουνά του χειμώνα και τις ρόδινες ανθισμένες στίξεις των κερασιών την άνοιξη, δεν μπορώ παρά να μνημονεύσω τον Utagawa Kuniyoshi (1798 -1861), έναν από τους τελευταίους σημαντικούς καλλιτέχνες της ιαπωνικής σχολής των ukiyo-e.

Η ξυλογραφία «Pilgrims in the Waterfall» (προσκυνητές στον καταρράκτη), δουλεμένη με τόν εξαιρετικής ευκρίνειας σχεδιασμό και τα καθαρά χρώματα την επιρροή των οποίων στο έργο του σημειώνει εμφατικά ο Takashi Murakami, παρουσιάζει μια συναρπαστική εικονογραφική εκλεκτική συγγένεια με το καθεαυτό ψυχολογικό και αισθαντικό κλίμα του καινούριο κόσμου που μας προτείνει η Φιλοπούλου: οι μύστες των δικών της τοπίων,με τον ίδιο τρόπο των προσκυνητών του ιαπωνικού καταρράκτη, ξεδιψούν, κολυμπούν και αγάλλονται. Εμβαπτίζονται ευφραντικά στο νερό δίχως να το φοβούνται. Και ακολουθώντας τους κρυφούς κώδικες των αρχαίων μυστών του νησιού, αποδύονται την αίσθηση του ιλίγγου, αποζητώντας ταυτόχρονα την ηδονή και την κάθαρση.3 Εγκαταλείποντας τη θάλασσα, εγκαθίστανται στους φυσικούς κρατήρες του νέου τους χώρου, καταλαμβάνοντάς τον απαλλαγμένοι από κάθε τεχνητό τοίχωμα, οδηγώντας το βλέμμα του θεατή έως και πέρα από τα φυσικά όρια της εικόνας. Και ερωτούμενη για όλα αυτά, η Μαρία Φιλοπούλου, έχοντας αναμφίβολα εφεύρει ένα άλλο βλέμμα, έχοντας εκ νέου καταδυθεί στα οργανικά συστατικά μιας μεταφυσικής ανάγνωσης του τόπου, απαντά και πάλι, πως αυτό που ζωγραφίζει είναι απλά αυτό που βλέπει.

 

Ίρις Κρητικού
* Από τον κατάλογο της έκθεσης της Μαρίας Φιλοπούλου «Νερό»,  Γκαλερί Ζουμπουλάκη, Αθήνα, 2011.

 

[1] Ο Johann Jakob Schalch (1723–1789) φιλοτεχνεί το 1780 το έργο «Der Rheinfall vom Zurcher Ufer aus» και ο Konrad Corradi (1813-1878) φιλοτεχνεί το 1860 το έργο «Der Rheinfall bei Schaffhausen» όπου αποτυπώνονται με εμφανές δέος οι εντυπωσιακοί ευρωπαϊκοί καταρράκτες. Ο Leon Benett (1838-1917) φιλοτεχνεί έναν απειλητικά σκοτεινό καταρράκτη κατά την εικονογράφηση του μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν «Clovis Dardentor». Αντίστοιχα τρομακτικό είναι το θέαμα της κατακρήμνισης μιας πιρόγας σε εξωτικό καταρράκτη που φιλοτεχνεί ο Henri Meyer (1844-1899) για τις ανάγκες της εικονογράφησης του «Δεκαπενταετούς Πλοιάρχου» του ίδιου συγγραφέα. Ο φυσιοδίφης, φιλόσοφος και ζωγράφος Ernst Haeckel (1834–1919), κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του στον κόσμο, αποτυπώνει το 1905 τον τρομερό καταρράκτη του Tjiburrum στο ηφαίστειο Pangerango, στην Ιάβα με ταραχώδεις γραμμές και χρώματα.
[2] Η εγκατάσταση του Olafur Eliasson, γνωστού από το «The Weather Project» που πραγματοποίησε το 2003 για το Turbine Hall της Tate Modern στο Λονδίνο, πραγματοποιήθηκε σε τέσσερα παράκτια σημεία του Lower Manhattan, του Brooklyn και του Governors Island. Επιθυμία του καλλιτέχνη ήταν ένας ανακλαστικός διάλογος με τις ισχύουσες ιστορικές και αρχιτεκτονικές συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος και ακόμη, η δραματικής κλίμακας ενσωμάτωση της εντυπωσιακής φυσικής ομορφιάς στο κυριαρχούν αστικό τοπίο. Βλ. www.nycwaterfalls.org.
[3] Για τους αρχαίους μύστες και τα μυστήρια της Σαμοθράκης υπάρχει πλήθος αναφορών στον Ηρόδοτο. Βλ. και Walter Burkert, «Greek Margins: Mysteries of Samothrace»: «Ο μύθος», γράφει ο Burkert, «κάνει τη Σαμοθράκη να τοποθετείται στις απαρχές του, να ανήκει στον μη-ελληνικό κόσμο και όμως να μοιράζεται τον Όλυμπο των ελληνικών θεών». Η μοναδική θέση ενός μικρού και ασήμαντου νησιού συνηγορεί για ένα «ιερό κέντρο» όπου κατά πάσα πιθανότητα η «μύηση» συνδεόταν με την απόπειρα της διάσωσης από τους κινδύνους της θάλασσας. Και είναι ίσως απλά «η αδυναμία γνώσης για το κέντρο της μύησης, τυλιγμένο στο σκοτάδι, που δημιουργεί την αιώνια γοητεία της Σαμοθράκης», καταλήγει.