Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ολοκλήρωσε το Foundation Course in Art and Design στο Central Saint Martins College of Art and Design του Λονδίνου και το 2005 αποφοίτησε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου σπούδασε Ζωγραφική με καθηγητή τον Δημήτρη Μυταρά. Από το 2002 έως το 2005 εργάστηκε ως καθηγήτρια στο Εργαστήρι Τέχνης Χαλκίδας. To 2013 πραγματοποίησε στη 16 Φωκίωνος Νέγρη το διαδραστικό έργο «Pandώra in Progress: The Yellow Session», μέρος του πρότζεκτ της «Pandώra», μιας εγκατάστασης ετερόκλητων μορφών τέχνης. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Έλυα Ηλιάδη
'Εργα
Ατομικές εκθέσεις
2007
Ανθίζω λίγο ακόμα… •
Δημοτική Πινακοθήκη Καλλιθέας•
Αθήνα•
2007
Homo Materialis •
Αίθουσα Τέχνης Mary Alexiou•
Αθήνα•
2007
2007
Κείμενο
Μαύρο μελάνι, όπως το σκούρο αίμα μιας ποιητικής θυσίας, χαράζει σε αθώες επιφάνειες συμβολικά μοτίβα σαν προσωπικό φόρο τιμής. Γυναίκες… Γυναίκες γυμνές, «μοιρασμένες» στα δύο, ασπρόμαυρες, κομμένες, με μαλλιά στον αέρα, με σηκωμένα χέρια… Γυναίκες μητέρες, γυναίκες μόνες… Γυναίκες που ψάχνουν, που δεν μιλούν πια, που δεν μιλούν ακόμα. Γυναίκες σε κίνηση. Ακίνητες γυναικείες κλειστές φόρμες. Γυναικείες γραμμές. «Γυναίκες γραμμικές» μέσα σ’ ένα πλαίσιο. Και η Έλυα Ηλιάδη βαδίζει ανάμεσά τους…
Εμείς, με τη σειρά μας, ακολουθούμε τους αποτυπωμένους δρόμους της φαντασίας της. Μας πάνε στην ελεύθερη χώρα όπου τα σύνορα της περιγραφικής λεπτομέρειας εξατμίζονται για να γίνουν θηλυκή οσμή. Η Έλυα κρατάει το κλειδί που ανοίγει το «Ουσιώδες Κουτί». Εκείνο που δε φυλάει τα ακριβά αρώματα και τα χρυσά μπιχλιμπίδια. Το Κουτί-βόμβα που τρομάζει τους καχύποπτους, θυμώνει τους ζηλιάρηδες, εξοργίζει τους τυράννους. Το Κουτί όπου σαν θησαυρός φυλάγεται το κλεμμένο ελιξίριο «Γίνε Εσύ» και η φλόγα που κάνει στάχτες τον ελλιπή χάρτη της παραδοσιακής γυναικείας λεωφόρου, της «φυσικής», της «βιολογικής».
Οι ασπρόμαυρες λιτές συνθέσεις της Έλυας, που παραπέμπουν λίγο σε μοντέρνες ιερές Εικόνες, ξετυλίγουν ένα μεταφορικό ευχαριστώ. Ένα οπτικό ευχαριστώ στις άγνωστες φίλες της, που με επώδυνη πνευματική «γυμναστική», πήδηξαν πάνω από κάθε αδιέξοδο για να επεκτείνουν το πεδίο της ύπαρξής τους. Γυναίκες-ηρωίδες. Γυναίκες ηρωικές. Εμπνευσμένες, φωτισμένες… Η Έλυα νιώθει ευγνώμων: «Αν ζωγραφίζω με την ησυχία μου σήμερα, το χρωστάω σ’ όλες εκείνες τις γυναίκες που δούλεψαν για να μπορούμε να είμαστε στην Καλών Τεχνών, να δικαιούμαστε ένα εργαστήριο, να κάνουμε εκθέσεις χωρίς να μας κλείνουν μέσα. Να μην αναγκαζόμαστε να διαλέξουμε ή άσπρο ή μαύρο».
Εδώ το χρώμα δεν της χρειάζεται. Ήταν παρόν στη προηγούμενή της δουλειά και για την ώρα κοιμάται, αφήνοντας τις ματιέρες να παίξουν τον ρόλο του. «Βασικά, το θέμα μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ, το χρώμα ήταν περιττό. Εξάλλου και το σχέδιο έχει χρώμα. Το άσπρο και το μαύρο, το φως και το σκοτάδι, είναι όλα τα χρώματα μαζί.» Έτσι και ο Bergman χρωματίζει στην οθόνη με την ένταση του φωτός, την επαναστατική και ασπρόμαυρή του Μόνικα, πλάσμα ελεύθερο, αποφασισμένο, ασυμβίβαστο και θηλυκότατο.
Και οι γραμμές της Έλυας κυλούν, αιχμηρές, σίγουρες, σταθερές σαν την απόφαση που μονίμως λάμπει στα μάτια της. Σαν τον χαρακτηριστικό τόνο της φωνής της. Σαν το μελάνι που χρησιμοποιεί και δε σβήνει με γόμα. Ή το σχέδιο βγαίνει αμέσως ή γίνεται χίλια κομμάτια χωρίς δεύτερη ευκαιρία. Άλλη μια πάλη λοιπόν. Ένα καλλιτεχνικό ρίσκο. Με κίνδυνο να χαθούν η πρωταρχική χάρη, το εκφραστικό πέταγμα και η φουντωμένη διάθεση για δημιουργία. «Βέβαια πριν φτάσω σ’ αυτό που βλέπεις, έχω κάνει πεντακόσια προσχέδια! Ξέρω βασικά τι σύνθεση θέλω.» Αλλά η υπόθεση αυτή χρειάζεται έλεγχο, όπως χρειάζεται και ο χορευτής όταν εκτελεί μια δύσκολη χορογραφία που γνωρίζει απ’ έξω και όμως τρέμει μη προδώσει.
Στη δική της «χορογραφία» η Έλυα καταργεί την τρίτη διάσταση και έτσι υποχρεώνει το βλέμμα μας να την αγκαλιάσει με την πρώτη ματιά. Στήθος, μάτι, χέρι, κεφάλι, ταυτοχρόνως εκπέμπουν τις φωνές τους σαν συνθήματα. Ώρες-ώρες, ακούγονται και γυμνά δέντρα. Τα ξερά τους φύλλα πετούν ακολουθώντας τα πουλιά και σχεδιάζουν, εδώ κ’ εκεί, τον ουρανό…
Οι διάφορες αυτές κοφτερές γραμμές μέσα στο άδειο «θέατρο» μιας κόλλας χαρτιού –τα κλαδιά, οι κινήσεις, τα μαλλιά, οι εκφράσεις…– δείχνουν, όλες μαζί και από μακριά, σαν αστεράκια που κρατούν φωτεινά τα ίχνη εικόνων, οικείων σε όλους μας… Χάρτινα και εύθραυστα λαμπάκια συλλογικής μνήμης.
Μαρίνα Κανακάκη Ιστορικός Τέχνης – Μουσειολόγος