Ιωάννα Καφίδα

Καφίδα Ιωάννα
© Παναγιώτης Τέντες

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Βόλο. Σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, με καθηγητές τον Δημήτρη Μυταρά και τον Χρόνη Μπότσογλου, Αγιογραφία με καθηγητή τον Σώζο Γιαννούδη και Σκηνογραφία με τον Γιώργο Ζιάκα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

'Εργα

Ατομικές εκθέσεις

2015

Through Children’s Eyes Altes Rathaus Βιέννη

2010

Μετατροπία Αίθουσα Τέχνης Γαβράς Αθήνα

2007

Αίθουσα Τέχνης Γαβράς Αθήνα

2003

Εικαστικές Διαδρομές Μεταξουργείο Βόλος

Κείμενο

Στο Δάσος με τα Ψάρια

Ρίξανε τη σκαμπαβία στο γιαλό, τους αποχαιρέτησε ο Γιαννάκης, κατεβαίνουν και τέσσερεις ναύτες με τέσσερα κουπιά, τόνε βγάναν όξω. Τον αποχαιρετήσανε, γύρισε η σκαμπαβία στο καράβι. Κάθισε ο καημένος ο Γιαννάκης σε μια πέτρα κι έβλεπε το καράβι που ’φευγε.

Ο Γερο-Σορόκος, «Παραμύθια του λαού μας»

Νόμισε πως τον έφερε στο δωμάτιο με το παράθυρο που έβλεπε στις λεύκες, πέρα μακρυά σ’ ένα λειβάδι με λεύκες που εποχές-εποχές γέμιζε νερά και που, μικρή, το έβλεπε κι από κάποιο παράθυρο του πατρικού της σπιτιού και αδημονούσε, την έλουζε ένα αίσθημα νοσταλγίας και φόβου χωρίς να ξέρει το γιατί. Ένας γλυκός φόβος για κάτι που έγινε εκεί όταν ήταν ίσως πολύ μικρότερη, ή που θα γινόταν απ’ ώρα σ’ ώρα και την περίμενε, έβαζε τις λεύκες να τη φωνάζουν: έλα, έλα…
…Πολλές φορές τύχαινε να κυκλοφορήσουν τρία-τέσσερα παιδιά την ίδια νύχτα με τον ίδιο τρόπο, κι έβρισκαν το πρωί οι άλλοι κενά δολάπια και πανέρια με ψίχουλα.

Ζυράννα Ζατέλη, «Και με το φως των λύκων επανέρχονται»

Υπάρχει πάντοτε μία στιγμή κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας όπου η πόρτα ανοίγει και αφήνει το μέλλον να εισχωρήσει.

Graham Greene, «The Power and the Glory»

Μιλώντας για την έννοια της «μετατροπίας» –μουσικού όρου που σηματοδοτεί τη θεματική της έκθεσης–, η Ιωάννα Καφίδα την εξηγεί ως «την αλλαγή τόνου, την εξακολουθητική ανάγκη διερεύνησης και καταβύθισης του δημιουργού σε μια καινούρια αρμονία όπου, ενώ κατά τα φαινόμενα ακολουθείται μια βασική μελωδία, στην πραγματικότητα όλα αλλάζουν». «Στην παραστατική ζωγραφική», συνεχίζει η Καφίδα, «αιωρείται η ίδια ανάγκη κάθαρσης με εκείνη που συντελείται στον κόσμο της μουσικής». Κάθαρση των απεικονιζόμενων προσώπων από το συμβατό, διείσδυση του βλέμματος σε έναν άγνωστο κόσμο φτιαγμένο από την ανάγκη της διαρκούς αλλαγής που απασχολεί εξίσου τον ζωγράφο.

Ο άγνωστος νέος κόσμος που δεσπόζει στην καινούργια ενότητα της Καφίδα, βασίζεται σε φαινομενικά απλές πρώτες ύλες: τα βασικά του συστατικά, αγόρια και κορίτσια που απεικονίζονται μέσα σε ένα θαλερό φυσικό τοπίο όπου άλλοτε κυριαρχούν τα δένδρα ενός σκοτεινού δάσους και άλλοτε το θαλασσινό νερό ενός γαλήνιου υγρού ορίζοντα, συνηγορούν για τη φαινομενική διάθεση της ζωγράφου να σχεδιάσει τις ιδεατές εικόνες ενός εξωραϊσμένου και γαλήνιου σύμπαντος. Η ζωγράφος ωστόσο, ανασυνθέτει τους ήρωες των εικόνων της επιλέγοντας να τους αναπαραστήσει σε μια σταδιακή και μετέωρη ηλικία που απενδύεται την ίδια της την ιστορικότητα, σε μια κατάσταση έκθαμβης έκπληξης και διαρκούς ανατροπής που σηματοδοτεί το εικονιστικό πεδίο και τον ψυχισμό του εκάστοτε έργου.

Κλειδί στην ανάγνωση του μυστικιστικού αυτού κελύφους που κατοικείται από παιδιά και νεαρούς έφηβους, από εύθραυστες οντότητες που εξερχόμενες την αθωότητα δοκιμάζουν το σύμπαν, αποτελεί η οργανική σχέση της Καφίδα με το φυσικό περιβάλλον της Μαγνησίας όπου μεγάλωσε: οι ηπήνεμες παραλίες του Βόλου και τα δάση με τις καστανιές του Πηλίου, το τοπίο του Ανάβρου όπου πάντοτε από μικρή πήγαινε και περπατούσε χώνοντας βαθιά τα πόδια της στις αμμώδεις εκτάσεις των περιπάτων της, αναμειγνύονται στο έργο της με τις ζωηρές αναμνήσεις του Παπαδιαμάντη και του Θεόφιλου, με τις αφηγήσεις των ελληνικών λαϊκών παραμυθιών αλλά και τα όνειρα που η ίδια εξακολουθεί να βλέπει.

Από τα ίδια όνειρα, άλλοτε εξέρχονται κορίτσια με μαλλιά λυτά ανεβασμένα σε εξόδιες βάρκες, λικνιζόμενα σε ευφραντικό ενύπνιο ή κραδαίνοντας ευμεγέθη ψάρια ως τρόπαια πρωτογενούς βρώσης και επιβίωσης και άλλοτε μικρά μελαγχολικά αγόρια που κάποτε ισορροπούν στο νερό κρατώντας αυλούς που καλούν αόρατα αερικά ή τον χαμένο Πάνα και κάποτε κωπηλατούν σιωπηλά κάτω από το πυκνό προστατευτικό φύλλωμα ενός δένδρου δοκιμάζοντας νοερά τις δυνάμεις τους. Άλλοτε έφηβοι σε αέναη εσωστρεφή περιπλάνηση συντροφευμένοι από διάφανες μαγικές γυάλες και μαύρα πουλιά-οιωνούς που φωλιάζουν σε ερημικά κτίρια και άλλοτε αιωνόβιες χελώνες ταυτισμένες με την ίδια την έννοια του χρόνου που αναζητούν αυτά τα παιδιά, τα χαμένα στα ερεβώδη δάση. Στο σύνολό τους, τα έργα της ενότητας, κατοικημένα από παιδιά φίλων σκηνοθετημένα στον χώρο από τη ζωγράφο, έμπλεα συμβόλων και ρευστής ποιητικής ύλης, σηματοδοτούν τη μετάβαση, το πέρασμα σε μια διαφορετική διάσταση ή συνθήκη, την εμπειρία του πρώτου ασυνόδευτου ταξιδιού στον κόσμο, όπου η αναγκαστική μοναξιά γίνεται αντιληπτή τόσο από τη ζωγράφο όσο και από τον θεατή ως μια πρωτογενής εμπειρία ωρίμανσης και αυτογνωσίας.

Το εξπρεσιονιστικό ζωγραφικό ιδίωμα της Καφίδα, αναδύεται μέσα από την επιλογή της νυχτερινής ώρας, χαίρει μιας εκλεκτικιστικής λιτότητας, εγγράφεται μέσα από ευκρινή περιγράμματα και καθαρά επίπεδα χρώματα που από κοινού ενισχύουν την ολοένα εντεινόμενη αίσθηση της αλλόκοτης θεατρικότητας και της μεταφυσικής ερμηνευτικής που εγκαθίσταται στην εικόνα. Η αέναη ανατροπή του μέσα και του έξω, οι περίκλειστες έντονες φωτεινές εστίες που ανασύρονται από το σκοτάδι, ο παλλόμενος φυτικός και ο ζωικός κόσμος που ανασαίνουν αχνά στα ενδιάμεσα του καμβά, οι ζωόμορφες ρίζες των δένδρων που αφουγκράζονται τους επισκέπτες του δάσους, η απειλητικά ασάλευτη θάλασσα που ενώνεται με το πηχτό φαιόχρωμο ουράνιο στοιχείο, προτείνονται από την Καφίδα ως μικρές παράλληλες αναγνώσεις που μιλούν για το φθαρτό και το άφθαρτο, για το φυσικό και το επινοημένο, ως ελάχιστες εικονοποιημένες στίξεις και αντιστίξεις του κύκλου της γέννησης και του έρωτα, της ζωής και του θάνατου, της φεύγουσας  ύπαρξης και της αναπόφευκτης ανυπαρξίας.

 

Ίρις Κρητικού
Νοέμβριος 2010