Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1974. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από όπου αποφοίτησε το 1999 έχοντας σπουδάσει Ζωγραφική με καθηγητές τον Δημοσθένη Κοκκινίδη, τον Μιχάλη Μανουσάκη, τον Μάριο Σπηλιόπουλο και τον Γιάννη Βαλαβανίδη. Δίνει διαλέξεις, διδάσκει ζωγραφική και ιστορία της τέχνης και στο παρελθόν έχει επίσης πραγματοποιήσει σκηνογραφικές παρεμβάσεις σε θεατρικές παραστάσεις. Έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός Ελλάδος. Ζει και εργάζεται στον Πειραιά.
Κωνσταντίνος Κωστούρος
'Εργα
Ατομικές εκθέσεις
2016
Γύρω από τη Φωτιά •
Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη•
Αθήνα•
2014
Πώς είναι να γυρνάς •
Φωκίωνος Νέγρη 16•
Αθήνα•
2004
Κοάν •
Αίθουσα Τέχνης Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου•
Αθήνα•
2016
2014
2004
Κείμενο
Η υπεράσπιση της ζωγραφικής
Πρόκειται για μια αντίληψη που κάνει συχνά την εμφάνισή της στις κοσμοθεωρίες των ζωγράφων και ειδικά των Ελλήνων: η ζωγραφική πρέπει να υπερασπισθεί την «καθαρότητά» της – ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Το ιδιότυπο στην Ελλάδα είναι το εξής: οι ζωγράφοι που πρεσβεύουν κάτι τέτοιο δεν είναι, όπως θα περίμενε κανείς, θιασώτες κάποιου είδους αυτοαναφορικής αφαίρεσης που βρίσκει την εδραίωσή της στην ορθόδοξη διδασκαλία του όψιμου μοντερνισμού αλλά εκπρόσωποι μιας, ασυνήθιστης για τα διεθνή δεδομένα, πίστης στις δυνατότητες του μέσου να κάνει οτιδήποτε. Αν μάλιστα αναζητούσε κανείς τα ινδάλματά τους, δεν υπάρχει περίπτωση να ανακάλυπτε τον Μπάρνετ Νιούμαν ή τον Μόρις Λούις αλλά αντιθέτως θα συναντούσε την κραταιά φυσιογνωμία του Πολ Σεζάν. Επιπλέον, ελάχιστα μοιάζει να συνειδητοποιούν ότι η ερμηνεία της ζωγραφικής του Σεζάν στο πλαίσιο της «καθαρότητας» του μέσου περισσότερα οφείλει σε ό,τι έγινε στη Νέα Υόρκη μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο παρά σε ό,τι είχε κάνει ο τρελούτσικος δάσκαλος στην Aix-en-Provence.
Η εποχή μας, αν έχει κάνει κάτι πάνω από όλα, έχει διαλύσει οποιαδήποτε αίσθηση «καθαρότητας» – γεγονός μάλλον θετικό. (Εχει επίσης διαλύσει οποιαδήποτε διάθεση ιεράρχησης ή αξιολόγησης –γεγονότα μάλλον αρνητικά– αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.) Φυσικά θα μπορούσε να παρατηρηθεί ότι η εμμονή πολλών Ελλήνων ζωγράφων σε τέτοιου είδους διατυπώσεις πιο πολλά έχει να κάνει με την –καθυστερημένη– εγχώρια διαμάχη μεταξύ θεσμικών παραγόντων για την «αξία» της παραστατικής ζωγραφικής εν γένει (όποιος θέλει το πιστεύει) παρά με μια σαφή τοποθέτηση σχετικά με τους στόχους της τέχνης τους. Το ότι η εμμονή αυτή είναι απλώς ένα σύμπλεγμα προκύπτει συν τοις άλλοις και από το γεγονός ότι οι ζωγράφοι του κόσμου που έχουν να επιδείξουν τέχνη ισχυρή και καίρια μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο και ακόμη σήμερα, σε καμία περίπτωση δεν παρέμειναν οχυρωμένοι πίσω από την υπεράσπιση του μέσου τους: ο Φράνσις Μπέικον, ο Μπαλτύς, ο Τζιόρτζιο Μοράντι, ο Λούσιαν Φρόιντ, ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ, ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ, ο Ρόναλντ Κιτάι, ο Κεν Κιφ, ο Γιούαν Γιούγκλο, η Μαρλέν Ντουμάς, η Τζένι Σάβιλ, ο Νέο Ράουχ. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πόσο ανόμοιοι είναι και πως το κοινό τους στοιχείο είναι το απύθμενο υπαρξιακό βάθος και η διάθεση να μιλήσουν τόσο για τον κόσμο όσο και για την ίδια τους την τέχνη. Για την ακρίβεια, τα δύο αυτά είναι αδιαχώριστα και αν ο Γιούαν Γιούγκλο δεν είναι αφηγητής αλλά «κοσμικός γεωμέτρης», η Τζένι Σάβιλ είναι αφηγήτρια με όλη τη δύναμη της τέχνης της.
Τα γράφω όλα αυτά για να πω ότι ο Κωνσταντίνος Κωστούρος δείχνει με τη ζωγραφική του μια πρόθεση πολύ διαφορετική από αυτήν που θα περίμενε κανείς από έναν απόφοιτο της αθηναϊκής Α.Σ.Κ.Τ., ο οποίος πολύ καλά θυμάται τη διαμάχη μεταξύ ζωγραφολατρών και ζωγραφομάχων. Το ενδιαφέρον του για μια υπονοούμενη και όχι κυριολεκτική αφήγηση, η οποία χτίζεται με σχέδιο, χρώμα και τη γεωμετρία της επιφάνειας τον κάνει πέραν πάσης αμφιβολίας ζωγράφο. Το γεγονός όμως ότι δεν παλεύει να προασπίσει κάποιο μοναδικό τρόπο να βλέπει τον κόσμο αλλά εμπνέεται από τα Κοάν και δεν καταπνίγει τη διάθεσή του να παραπέμψει σε πράγματα έξω από τη ζωγραφική και έξω από την τέχνη τον κάνει στοχαστικό – ένα χαρακτηριστικό που είναι απαραίτητο σε έναν καλλιτέχνη, όποιο μέσο και αν χρησιμοποιεί. Το να προδιαγράψει κανείς την πορεία του θα σήμαινε να του κόψει τα φτερά και θα ήταν καλό για όλους να τον παρακολουθήσουν σε όλο το εύρος των επιδιώξεών του και να μην θεωρήσουν ότι το κλειδί για να ανοίξουν την ιδιοσυγκρασία του είναι το γεγονός ότι χρησιμοποιεί λάδι ή ακουαρέλα. Θα αρκεστώ να υπενθυμίσω μόνο αυτό που έγραψε ο θεωρητικός Νικολά Μπουριό: «Οταν πάψουμε να υπερασπιζόμαστε τη ζωγραφική, θα υπάρξουν πολλοί καλοί ζωγράφοι».
Αυγουστίνος Ζενάκος