Βαρβάρα Λιακουνάκου

Λιακουνάκου Βαρβάρα
© Ανδρέας Σχοινάς

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε Ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας (1997-2001). Κατά την περίοδο 2001-2014 έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα, στη νότια Κρήτη και στη Νέα Υόρκη (2001-2014). Είναι διοργανώτρια του Mudhouse Residency, στον Άγιο Ιωάννη της Κρήτης, όπου διδάσκει Ζωγραφική. Έργα της ανήκουν στις συλλογές του Μουσείου Βορρέ, στη συλλογή Εμφιετζόγλου, καθώς και σε άλλες ιδιωτικές συλλογές. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και στη νότια Κρήτη.

'Εργα

Ατομικές εκθέσεις

2021

Ένωση Citronne Galleries Αθήνα επιμέλεια: Ελισάβετ Πλέσσα

2017

«1+1=1» Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης Αθήνα

2012

Χώρος Τέχνης «24» Αθήνα

2008

Χώρος Τέχνης «24» Αθήνα

2002

Artower Agora Αθήνα

Κείμενο

Η ένωση του αθροίσματος

Στην τωρινή ενότητα έργων της Βαρβάρας Λιακουνάκου παρουσιάζεται υπό την ταρκοφσκική εξίσωση «1+1=1» η αμφίδρομη δημιουργική διαδικασία που γέννησε τα πρόσφατα σχέδια και τα ζωγραφικά έργα της, με βασικό θέμα τη σχέση δυαδικών μορφών.

Αν στα παλαιότερα έργα της Λιακουνάκου κυριαρχούσαν το σκούρο μπλέ, τo βαθύ καφέ και η ώχρα, σε συνθέσεις κατ’ ουσίαν μονοχρωματικές, τα τωρινά σχέδια και λάδια χαρακτηρίζονται από μια τολμηρή χρωματική έκρηξη, που κινείται ανάμεσα στο έντονο χρώμα και το απόλυτο ασπρόμαυρο, απεγκλωβίζοντας τις μορφές και την ύλη τους από τον σκοτεινό βυθό της ζωγραφικής επιφάνειας. Οι διαστάσεις έχουν κι αυτές αλλάξει δραματικά, τολμώντας στον καμβά το φυσικό μέγεθος για τις ολόσωμες φιγούρες, οι οποίες μετασχηματίζονται σε αυτόνομες παρουσίες που μας απευθύνονται μετωπικά καθώς εξουσιάζουν το ζωγραφικό κενό με ιδιότητες μνημειακές.

Με αφετηρία τα προηγούμενα συμπλέγματα μητέρας-παιδιού και τις μετέπειτα στροβιλιζόμενες μορφές του ταγκό, οι όρθιες διπλές φιγούρες στα μεγάλα αυτά έργα προέκυψαν από τα πολυάριθμα σχέδια των τελευταίων δέκα χρόνων, που πηγάζουν από μια κοινή εικονογραφία και τεχνική. Τα λάδια διατηρούν την ένταση της δονούμενης χειρονομιακής γραμμής των σχεδίων, η οποία διασχίζει αλλεπάλληλα τον καμβά, και ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται από μια γλυπτικότητα που γεννά μορφές πυραμιδωτές, μικρούς θόλους, οι οποίοι συστρέφονται γύρω από τη συνένωσή τους. Το στοιχείο του χορού δεν είναι όμως πια φυγόκεντρος δύναμη αλλά μηχανισμός σύνδεσης των μορφών. Όπως τα αινιγματικά χαμόγελα στα πρόσωπα δεν αποτελούν πλέον στοιχεία έκφρασης αλλά εργαλεία ενοποίησης των μονολιθικών αυτών όγκων, όπου σχέδιο και χρώμα συνυπάρχουν σε επίπεδες επιφάνειες που προσφέρουν ατέρμονα την αφορμή για αφαίρεση, δηλαδή την αφορμή για ζωγραφική.

Όλα καθορίζονται από τη διαδικασία της κατασκευής του έργου, από τον χειρισμό του φωτός, του χρώματος και της τοποθέτησης των μορφών στον χώρο. Τα περιγράμματα, οι διαβαθμίσεις των σκιών και οι εναλλαγές των τόνων γεννιούνται μέσα από τις πυκνώσεις και τις αραιώσεις του μελανιού και του λαδιού, που σχηματίζουν όγκους αυτόφωτους – το φως δεν πέφτει πάνω τους από κάποια εξωτερική πηγή παρά αναβλύζει εσωτερικά, μέσα από τα πλέγματα των γραμμών. Αν οι μορφές της Λιακουνάκου κάποτε έχαναν το χρώμα μέσα στο σβήσιμο του φωτός, τώρα αποτυπώνουν το σημείο εκείνο όπου ανακαλύπτουν το φως.

Το χρώμα δεν απλώνεται πλέον ανάγλυφα στο πανί, παρά διεκδικεί τη διαφάνεια. Η πάλη με τα υλικά έχει πάψει να αποτελεί το θέμα των έργων της Λιακουνάκου, γιατί η ύλη δεν της αντιστέκεται πια – οι χαραγματιές στο λαδοπαστέλ έχουν πρόθυμα γίνει επιφάνεια και μαζί περιεχόμενο, διαμορφώνοντας οργανικά, μέσα από την ίδια τη ζωγραφική πράξη, τη θεματολογία των έργων της. Τόσο στα σχέδια όσο και στα λάδια, οι φιγούρες αποδίδονται και πάλι σχηματοποιημένες σε κεφάλι, κορμό και χέρια, όμως εδώ απεικονίζονται συνήθως σε ζεύγη, τα οποία καδράρονται χωρίς τα κάτω άκρα τους. Γιατί αυτό που απασχολεί τη ζωγράφο εντοπίζεται στο κέντρο: στο σφιχταγκάλιασμα της ένωσης των δύο μορφών, που δεν αθροίζονται παρά ενσωματώνονται σε μία φόρμα, ενιαία και αξεχώριστη.

Σαν σε βυζαντινές αγιογραφίες, οι όρθιες μορφές της Βαρβάρας Λιακουνάκου εμπεριέχουν στο σμίξιμό τους έναν αδιόρατο ερωτισμό, ίσως τη δική της περιέργεια «γιατί τα πράγματα έλκονται και μαγνητίζονται, και γιατί απωθούνται», γιατί τα πράγματα είναι άυλη ενέργεια και μαζί φθαρτό σώμα. Ζωγραφίζοντας το συγκεκριμένο σημείο τήξης γραμμής και χρώματος, της ένωσης των δύο μορφών σε μία, καταγράφεται η εικόνα της σωματικής πληροφορίας που ανταλλάσσεται μέσα στον περίκλειστο χώρο του εναγκαλισμού δύο ανθρώπινων κορμιών. Σε αυτή τη ζωγραφική και ψυχική ένωση αποτυπώνεται εντέλει η ένωση φόρμας και περιεχομένου, το πλήρες – η κατοπτρική εικόνα ενός αδιαίρετου και αδιάσπαστου Εαυτού.

 

Ελισάβετ Πλέσσα
* Από τον κατάλογο της έκθεσης της Βαρβάρας Λιακουνάκου «1+1=1», Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης, Αθήνα, 2017.