Ανδρέας Λόλης

Λόλης Ανδρέας
© Πάνος Κοκκινιάς

Γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο το 1970. Tο 1991 εγκαθίσταται στην Αθήνα. Tο 1995 εισάγεται στην Aνωτάτη Σχολή Kαλών Tεχνών από όπου αποφοιτά το 2002. Στα φοιτητικά του χρόνια δραστηριοποιείται και ως βοηθός του καθηγητή Θεόδωρου Παπαγιάννη στο προσωπικό του εργαστήριο. Στο διάστημα αυτό, συνεργάζεται και με άλλους γλύπτες, όπως με τον Kώστα Δικέφαλο. Tο 2005, με υποτροφία του I.K.Y., μεταβαίνει για μεταπτυχιακές σπουδές στην Carrara της Iταλίας, από όπου αποφοιτά με άριστα και βραβεύεται. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

'Εργα

Ατομικές εκθέσεις

2021

Ατομική έκθεση Breeder Gallery Αθήνα

2018

Prosaic Origins Βρετανική Σχολή Αθηνών Αθήνα (επιμέλεια: Νάγια Γιακουμάκη / διοργάνωση: NEON)

2015

Undercurrents The Breeder Monaco

2013

Undercurrents The Breeder Monaco / Monte Carlo

2012

Fizz Gallery Αθήνα

2011

Mϋnchner Kϋnstlerhaus Μόναχο

2009

Αίθουσα Τέχνης Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου Αθήνα

2008

Ελληνογερμανική Aγωγή Παλλήνη

2007

Carrara

2004

Αίθουσα Τέχνης Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου Αθήνα

2002

Γκαλερί Τρίγωνο Κηφισιά

Κείμενο

Prosaic Origins

Ο Ανδρέας Λόλης είναι ένας γλύπτης που δουλεύει με μάρμαρο, ένα από τα ευγενέστερα υλικά στην ιστορία των τεχνών. Όπως οι γλύπτες της κλασικής εποχής, σμιλεύει «ρεαλιστικά» αντικείμενα από μεγάλα κομμάτια μάρμαρο, που μοιάζουν σε κλίμακα και μορφή με το αρχικό μοντέλο. Κιβώτια από χαρτόνι, σκάλες και ξύλινες σανίδες γίνονται μαρμάρινα ομοιώματα αβέβαιων, μεταβατικών και απαρατήρητων αυθεντικών αντικειμένων. Μέσω αυτής της παραδοσιακής μεθόδου, αναβαθμίζει τον καθημερινό κόσμο των εγκαταλελειμμένων, διαμελισμένων αντικειμένων, των αυτοσχέδιων κατασκευών και των καθημερινών πραγμάτων, προσδίδοντάς τους το κύρος αγαλμάτων.

Μετά την ανάθεση από τον Οργανισμό ΝΕΟΝ της παραγωγής νέων έργων με σκοπό να εκτεθούν στη Βρετανική Σχολή Αθηνών, ο Λόλης ξεκίνησε τη δημιουργία του μεγαλύτερου δημόσιου πρότζεκτ του μέχρι σήμερα. Η Βρετανική Σχολή Αθηνών και οι κήποι της γίνονται ο χώρος έκθεσης μιας σειράς νέων έργων που μας επιτρέπουν να αναστοχαστούμε την πρακτική του.

Η Βρετανική Σχολή Αθηνών ιδρύθηκε το 1886 στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πολιτικού και πολιτιστικού κινήματος που θεμελιώθηκε πάνω στο μοντέλο των «ξένων» εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που προέρχονταν από ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, με πρόθεση να αναλάβουν ένα σημαντικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό του νεότευκτου ελληνικού κράτους. Μαζί με τη Βρετανική Σχολή, η Γαλλική Σχολή ιδρύθηκε το 1846, η Γερμανική Σχολή το 1874 και η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών το 1881.

Γι’ αυτό το διαχρονικό σκηνικό, ο Λόλης δημιούργησε γλυπτά που συγκρούονται με την εξιδανικευμένη δυτική αντίληψη περί αρχαιοελληνικής κλασικής κληρονομιάς. Δύο μεγάλα έργα, κατασκευασμένα ειδικά για συγκεκριμένα σημεία του κήπου, και περισσότερα από είκοσι μικρότερα βρίσκονται τοποθετημένα στους εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους της Βρετανικής Σχολής. Αυτά τα γλυπτά συγκεκριμένου χώρου είναι εγκατεστημένα με τρόπο που τα κάνει να μοιάζουν σαν να ήταν εκεί από πάντα. εγκαταλελειμμένα αντικείμενα που διαρρηγνύουν προηγούμενες βουκολικές προσλήψεις του αστικού κήπου και της αρμονικής ισορροπίας της κλασικής αρχιτεκτονικής της Σχολής.

Ο Λόλης αναπαριστά με επιδεξιότητα αντικείμενα που μας περιβάλλουν αλλά τις περισσότερες φορές περνούν απαρατήρητα, λες και η καλλιτεχνική αποστολή του ήταν να «παγώσει» στο μάρμαρο το αβέβαιο, το απαρατήρητο και το άχρηστο που παραμένουν σχεδόν αόρατα. Σμιλεμένα αντικείμενα, όπως σακούλες σκουπιδιών ή παλέτες διαχείρισης προϊόντων σηματοδοτούν τον υλικό και λογιστικό κόσμο της κατανάλωσης, των απορριμμάτων και του εμπορίου, τη μεταβατική αλλά αέναη σφαίρα της κυκλοφορίας και της αναπαραγωγής. Είναι το πλαίσιο που μέσα του αυτά τα αντικείμενα συχνά επαναχρησιμοποιούνται, ακολουθώντας νέους κύκλους χρήσης: ένα κιβώτιο από χαρτόνι χρησιμοποιείται ως υλικό για την κατασκευή ενός καταφυγίου, μία παλέτα παρατημένη πίσω από μία αποθήκη διαθέτει το δυναμικό να ξαναγίνει κάθισμα, μία αυτοσχέδια σκάλα και ούτω καθεξής. Μερικές φορές, η εφήμερη ζωή αυτών των αντικειμένων διαρκεί περισσότερο μέσα από τις νέες λειτουργίες τους. Αποτελούν σίγουρα μέρος του «τοπίου της κρίσης» της σύγχρονης Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύουν την επινοητικότητα και την έλλειψη υλικών μέσων εκείνων που δέχθηκαν τα χειρότερα πλήγματα από την τρέχουσα οικονομική κατάσταση.

Ο Λόλης αντιγράφει πιστά το αρχικό αντικείμενο, δημιουργώντας ένα είδος γλυπτικού trompe-l’oeil. Ως άψογα αντίγραφα που είναι, μας σαγηνεύουν αμέσως. Χρησιμοποιώντας με ευφυή τρόπο την αντίληψη του αρχαιοελληνικού καλλιτεχνικού ιδεώδους της μίμησης, τα έργα αποτελούν συγχρόνως αντίγραφα της φύσης και μνημεία στην ανθρώπινη επινοητικότητα. Και παρ’ όλα αυτά δεν πρόκειται για φύση εξιδανικευμένη ως αρχέτυπο του κάλλους που ενυπάρχει στα μαρμάρινα αγάλματα, αλλά για αντικείμενα φτιαγμένα από ανθρώπους με δύσκολη οικονομική ζωή. Ένα πέτρωμα, από τα πιο ανθεκτικά στην επεξεργασία και τη μεταμόρφωση που υπάρχουν στη φύση, προσδίδει μία άμεση νομιμοποίηση σε αυτά τα γλυπτά αντικείμενα χάρη στην πολιτισμική αξία που εμπεριέχει, όπως και στην ένταση της εργασίας που απαιτείται για τη διαμόρφωσή του.

Τοποθετημένα στους χώρους της Βρετανικής Σχολής Αθηνών δίχως κάποια ένδειξη ότι πρόκειται για γλυπτά, δίχως βάθρο ή θεμέλιο, εκτοπίζουν τις ίδιες τις αρχές της καλλιτεχνικής μίμησης, επιστρέφοντας το απολιθωμένο πλέον αντικείμενο στην πιθανή αρχική του θέση. Σε κάποια βαθμό, ο θεατής έχει εξαπατηθεί διπλά, καθώς βρίσκεται μπροστά σε μία δισχιδή αισθητική πλάνη: από τη μία αυτές οι απομιμήσεις στην πραγματικότητα δεν είναι τα υλικά αντικείμενα στα οποία μοιάζουν, και από την άλλη πρόκειται για αντίγραφα φτιαγμένα από μάρμαρο, υλικό που έχει χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή προϊστορικών μνημείων και αρχαίων χώρων τελετών λατρείας.

Ο Λόλης χρησιμοποιεί το ίδιο υλικό και την ίδια τεχνική με τους παραδοσιακούς γλύπτες της αρχαιότητας, όχι για να εξιδανικεύσει το κλασικό παρελθόν, αλλά για να μας υπενθυμίσει και να επικυρώσει, πυροδοτώντας μία αμφιλογία γύρω από την έννοια της καλλιτεχνικής αξίας, τί πρέπει να κρατήσουμε ως αντικείμενο του στοχασμού μας. Δουλεύοντας με το μάρμαρο, όχι μόνο μας δελεάζει να εκλάβουμε αυτά τα καθημερινά αντικείμενα ως φορείς νοήματος και αισθητικού ενδιαφέροντος, αλλά επίσης ακυρώνει το αυξημένο ιστορικό βάρος ενός γλυπτού από μάρμαρο, καθιστώντας το ένα μέσο απολίθωσης της επισφαλούς και μεταβατικής διάστασης της σύγχρονης ζωής. Αυτά τα έργα δεν είναι μόνο μνημεία επισφάλειας και κρίσης, αλλά επίσης και επανεπινόησης και δυνατοτήτων.

Η έκθεση των έργων στους χώρους της Βρετανικής Σχολής Αθηνών είναι αυτή καθαυτή μια δήλωση. Αυτό το ιστορικό ίδρυμα, που έχει στόχο του τη στήριξη και την ενίσχυση της αρχαιολογικής έρευνας, γίνεται το έδαφος για την εγκατάσταση αντικειμένων που αψηφούν τη διάβρωση, για την ίδρυση ενός μελλοντικού αρχαιολογικού χώρου. Ως αρχαιολογία για το μέλλον, αυτά τα έργα καταγράφουν τις αόρατες διαστάσεις της σύγχρονης καθημερινής ζωής, αλλά και την καλλιτεχνική μαγική χειρονομία μετατροπής του φευγαλέου σε μόνιμο. είναι μια αρχαιολογία από «φτωχά» υλικά και αντικείμενα, σημειωτές των φτωχών που τα επαναχρησιμοποιούν και τα ανακυκλώνουν, απολιθωμένα πλέον σε έργα τέχνης. Βέβαια, αυτή η αρχαιολογία για το μέλλον είναι ένα μέσο ενδοσκόπησης και αμφισβήτησης του εαυτού. ένας τρόπος να κοιτάξουμε στο παρόν από την οπτική γωνία του μέλλοντος. Στο μακρινό μέλλον, όταν οι αρχαιολόγοι φέρουν στο φως αυτά τα μοναδικά αντικείμενα, τι θα σκεφτούν για αυτά και τις καθημερινές τους καταβολές;

 

Νάγια Γιακουμάκη
* Από τον κατάλογο της έκθεσης του Ανδρέα Λόλη «Prosaic Origins», Βρετανική Σχολή Αθηνών, Αθήνα, 2018.