Ναταλία Μελά

Μελά Ναταλία

Η Ναταλία Μελά γεννήθηκε το 1923 στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 2019. Ο πατέρας της, Μιχαήλ, αξιωματικός του πυροβολικού, ήταν γιος του Παύλου Μελά και της Ναταλίας Δραγούμη, με καταγωγή από την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Η μητέρα της, Αλεξάνδρα Πεσμαζόγλου, ήταν κόρη του τραπεζίτη Ιωάννη Πεσμαζόγλου. Σπούδασε Γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1942-1947), με καθηγητές τον Κώστα Δημητριάδη και τον Μιχάλη Τόμπρο. Δούλεψε επίσης στο εργαστήριο του Θανάση Απάρτη. Μετά την αποφοίτησή της άνοιξε δικό της εργαστήριο, το οποίο αποτέλεσε τόπο συνάντησης καλλιτεχνών της γενιάς του ’30, όπως του Εγγονόπουλου, της Ανδρικοπούλου, του Τσαρούχη, του Εμπειρίκου και του Μόραλη. Συμμετείχε επίσης στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός», το 1949. Το 1951 παντρεύτηκε με τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Τον Μάρτιο του 2011 η Ακαδημία Αθηνών την τίμησε με το Αριστείον Καλών Τεχνών. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

 

'Εργα

Ατομικές εκθέσεις

2018

Γλυπτά Ιστορικό Μουσείο Κρήτης Ηράκλειο

2012

Τα Χάρτινα Γκαλερί Σκουφά Αθήνα

2011

Αίθουσα Τέχνης Ακρόπρωρο Σπέτσες

2008

Αναδρομική έκθεση Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138) Αθήνα

2001

Γκαλερί Σκουφά Αθήνα

1992

Γκαλερί Σκουφά Αθήνα

1990

Γκαλερί Σκουφά Αθήνα

1988

Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα Αθήνα

1968

Cerberus Gallery Νέα Υόρκη

1964

Αίθουσα Τέχνης Αθηνών – Χίλτον (Αίθουσα Τέχνης Αθηνών) Αθήνα

1963

Γκαλερί Ζυγός Αθήνα

Κείμενο

Τα «Χάρτινα»: Ανατροπή ή ανανεωτική τροπή;

Η Νάτα άρχισε να δουλεύει τα «Χάρτινα» μερικούς μήνες μετά τη μεγάλη αναδρομική έκθεση των έργων της στο Μουσείο Μπενάκη το 2008. Είχε μόλις ξεπεράσει τη φάση εκτόνωσης και αδράνειας που ακολουθεί πάντα ένα τέτοιας σημασίας γεγονός και ήθελε, αυτοσυγκεντρωμένη, να ξανασυνδεθεί με τον δημιουργικό της οίστρο.

Η ίδια μου εξομολογήθηκε ότι το εργαστήριό της –ουσιαστικά ένα μηχανουργείο επεξεργασίας μετάλλων με βαρύ εξοπλισμό, που απαιτεί την καθημερινή παρουσία ενός τουλάχιστον τεχνίτη– δεν της φαινόταν κατάλληλο για την ήπια επαναπροσέγγιση που είχε κατά νου. Το χαρτί και το ψαλίδι, που στα χέρια της Νάτας αποκτούν σχεδόν απεριόριστες εκφραστικές δυνατότητες, της φάνηκαν τα ιδανικά υλικά για το νέο της εγχείρημα και της παρείχαν τη δυνατότητα να δουλεύει καθημερινά στον οικείο χώρο της. Της ήταν και τα δύο γνώριμα από τότε που ανακάλυψε ότι με αυτά μπορούσε να σχεδιάζει καλύτερα από ό,τι με το μολύβι –την εποχή, δηλαδή, που έφτιαξε τα πανοραμικά τοπία-κολάζ των Σπετσών. Για την κατασκευή τους, η Νάτα πρώτα ανέλυε την εικόνα της σε απλά επίπεδα σχήματα. Ύστερα, έκοβε τα σχήματα αυτά από την εφημερίδα, τα χρωμάτιζε και, τέλος, επικολλούσε τα «αποκόμματά» της σε σταθερή επιφάνεια. Τα αραιά υδατοχρώματα άφηναν να διαφανούν τα τυπογραφικά στοιχεία και δημιουργούσαν ενδιαφέρουσες υφές. Τα «Χάρτινα» όμως δεν είναι δισδιάστατες εικόνες. Το ψαλίδι έπρεπε τώρα να «σχεδιάσει» στον χώρο σαν καλέμι, για να προκύψουν τρισδιάστατα γλυπτά, ικανά να κρατήσουν το σχήμα τους. Έτσι η εφημερίδα δεν μπορούσε πια να χρησιμοποιηθεί ως βασικό υλικό. Τη θέση της πήραν ημίσκληρα χαρτονάκια τύπου Canson. Η Νάτα αποκαλεί τα «Χάρτινα» «ολόγλυφα». Τη ρωτώ τι ακριβώς εννοεί και μου εξηγεί ότι για την κατασκευή των συγκεκριμένων έργων χρησιμοποίησε χάρτινα στοιχεία τα οποία προσάρμοσε σε σκελετό από καλαμάκια από σουβλάκια ενισχυμένο με φελιζόλ ή γύψο. Στα πιο πρόσφατα έργα μάλιστα, αντί για καλαμάκια, έχει χρησιμοποιήσει σύρμα.

Τα θέματα στα «Χάρτινα» προέρχονται από το ιδιαίτερο ζωικό «σύμπαν» της Νάτας, που είναι γνωστό και σ’ εμάς από την προηγούμενη δουλειά της: οι κατσίκες, οι τράγοι, τα κοκόρια, οι κουκουβάγιες. Στο «σύμπαν» αυτό τώρα προστίθενται και καινούρια μέλη: ο σκίουρος, ο σκαντζόχοιρος, η αλκυόνα, ο κύκνος, το παγώνι και άλλα πουλιά. Πέρα όμως από την αλλαγή του υλικού –το πέρασμα από το μέταλλο το χαρτί– υπάρχει μια δραστικότερη διαφορά των νέων έργων της Νάτας με τις παλιότερες ζωικές μορφές της. Στα παλιότερα έργα, ο θεατής αντίκριζε το απροσδόκητο, δηλαδή ένα συναρμολόγημα άσχετων μεταξύ τους μεταλλικών, αυτόνομων, αντικειμένων, ελασμάτων και ράβδων. Η αναγνώριση μιας συγκεκριμένης μορφής δεν προέκυπτε άμεσα αλλά έμμεσα, μέσα από ένα παιχνίδι «στοχαστικών προσαρμογών». Το παραξένισμα, ο συνειρμός, η εικονική μεταφορά και η παρομοίωση ουσιαστικά οδηγούσαν στην αναγνώριση. Τη διαδικασία αυτή ενίσχυε η μονοχρωμία του μαύρου και του μίνιου που κυριαρχούσε στο έργο της με εξαίρεση κάποιες συνθέσεις-assemblages με κομμάτια από μηχανές, στις οποίες το βιομηχανικό χρώμα των μηχανικών μελών αποτελούσε αυτόνομο συνθετικό στοιχείο του έργου. Στα καινούργια έργα η Νάτα επιχειρεί μια πιο άμεση αναπαράσταση, μια «ρεαλιστική» απεικόνιση των μοντέλων της. Η ίδια συμφωνεί με την επισήμανσή μου αυτή και προσθέτει: «Ναι, είναι πολύ παραστατικά, ρεαλιστικά. Δεν κάνω καθόλου αφαίρεση».

Με την αναπαράσταση, λοιπόν, έρχεται και το χρώμα. Τώρα κάθε ζώο είναι καμωμένο από χαρτί στο δικό του συμβατικό ή, όπως θα λέγαμε, «φυσικό» χρώμα. Τα χαρτόνια είναι άλλοτε χρωματιστά του εμπορίου και άλλοτε επιχρωματισμένα από την ίδια, όπως στην κουκουβάγια ή στον λαιμό του παγωνιού. Κάποιες φορές είναι μόνο λευκά ή μαύρα, όπως στον άσπρο και τον μαύρο πετεινό, τον κύκνο, την  πάπια, τα μαύρα τραγάκια. Η κίσσα με το κεφάλι από το μπουκάλι του Ajax, μια ηθελημένη εικονική μεταφορά, ή ο σκαντζόχοιρος με τα αγκάθια-οδοντογλυφίδες αποτελούν τη σύζευξη της παλιάς με την καινούργια δουλειά.

Ο ρεαλισμός, βέβαια, δεν είναι άγνωστος στο έργο της Νάτας. Μετά της περίοδο των σπουδών της και τα πρώτα νεανικά της έργα, εμφανίζεται έντονος στα μνημεία της. Τον βλέπουμε στον ανδριάντα του Παύλου Μελά καθώς και στο ολόσωμο γλυπτό της Μπουμπουλίνας. Επίσης, ένας ιδιότυπος «ρεαλισμός» αναβιώνει στα έργα της περιόδου που προηγείται της μεγάλης αναδρομικής της έκθεσης – στις απεικονίσεις θεών και μυθικών ηρώων. Οι παραστατικές αυτές μορφές έχουν έντονο το στοιχείο της αφαίρεσης στη γεωμετρική ή, καλύτερα, στερεομετρική δομή τους. Τα τωρινά έργα της συνεχίζουν στην ίδια κατεύθυνση –πράγμα που είναι φανερό στον «ολόγλυφο» σκελετό τους–, αλλά ολοκληρώνονται σε μία πιο «συμβατική» ρεαλιστική αναπαράσταση. Απευθείας συγγενικός με τους μυθικούς ήρωες της προηγούμενης φάσης είναι ο «Εμπεδοκλής», ένα έργο που φαίνεται εμβόλιμο στα «Χάρτινα» που, στεφανωμένος και ντυμένος στην πορφύρα, απαγγέλλει το φιλοσοφικό του ποίημα στην Ολυμπία, κατά τη διάρκεια των αγώνων. Σε αυτό το έργο η αφαιρετικότητα είναι φανερή και, συνακόλουθα, το χρώμα είναι αυθαίρετο. Θα έλεγα ότι λειτουργεί συμβολικά: πορφύρα –κόκκινο– για ολόκληρη τη μορφή και χρυσό για το στεφάνι, προκειμένου να αναδειχθεί η σημασία και η ιερότητα της συγκεκριμένης επιτέλεσης.

Η Νάτα, σε κάθε δημιουργική της φάση, δεν περιορίζεται από προγραμματικές δηλώσεις. Επικοινωνεί με το σύνολο του έργου της. Ταξιδεύει νοηματικά και εκφραστικά σε όλη την έκταση και το βάθος του. Όπως δηλώνει η ίδια, δεν έχει «περιόδους» στη δουλειά της. Η συνεχής επαφή με τους ζωντανούς πυρήνες της δίνει στο έργο της τη στερεότητα της διάρκειας, ενώ παράλληλα εξασφαλίζει τη συνθήκη για μια εκ των έσω ανανέωση.

 

Αλέκος Βλ. Λεβίδης
Σεπτέμβριος 2012
* Από τον κατάλογο της έκθεσης της Ναταλίας Μελά “Τα Χάρτινα”, Γκαλερί Σκουφά, Αθήνα, 2012.