Γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1963. Σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Δημοσθένη Κοκκινίδη (1988-1994). Συνέχισε τις σπουδές του στις καλές τέχνες σε διδακτορικό επίπεδο στο Universidad Complutense της Μαδρίτης (1994-2000) ως υπότροφος του Ι.Κ.Υ. Απέσπασε υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και για μεταδιδακτορική έρευνα (2001-2003) με επιβλέπουσα καθηγήτρια τη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Έχει βραβευτεί σε πανελλήνιους και διεθνείς διαγωνισμούς ζωγραφικής. Έργα του βρίσκονται στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου, του Fundació Ynglada Guillot Real Academia de Bellas Artes San Jordi στη Βαρκελώνη, του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, του Μουσείου Σπυρόπουλου, του Μουσείου Βορρέ και του Μουσείου Φρυσίρα. Είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και από το 2015 διατελεί Κοσμήτορας της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ζει και εργάζεται στην Ελλάδα.
Ξενοφών Μπήτσικας
'Εργα
Ατομικές εκθέσεις
2012
Αίθουσα Σύγχρονης Τέχνης Alma•
Τρίκαλα•
2011
Γκαλερί Ζουμπουλάκη•
Αθήνα•
2005
Γκαλερί Ζουμπουλάκη•
Αθήνα•
2001
Γκαλερί Ζουμπουλάκη•
Αθήνα•
1998
Γκαλερί Ζουμπουλάκη•
Αθήνα•
1995
Μουσείο Σπυρόπουλου•
Αθήνα•
2012
2011
2005
2001
1998
1995
Κείμενο
Ο ζωγράφος Ξενοφών Μπήτσικας και η «ανθρώπινη κωμωδία»
Ο Ξενοφών Μπήτσικας είναι ένας νέος καλλιτέχνης που διαθέτει ένα σπάνιο προνόμιο για την ηλικία του: αυτογνωσία. Ήδη από τη διπλωματική του εργασία έδωσε σαφείς ενδείξεις ότι είχε ανακαλύψει τη βαθύτερη κλίση του, το μορφικό του πεπρωμένο. Αυτή η πρώιμη αυτογνωσία τον οδήγησε να αναζητήσει τους δασκάλους του μέσα στο παλίμψηστο της ιστορίας της τέχνης: πρώτα απ’ όλα στον Γκόγια της μαύρης ζωγραφικής, των «καπρίτσος», της ανθρώπινης κωμωδίας και της ανελέητης σάτιρας, μιας σάτιρας που αφήνει μια γεύση πικρή κάτω από τον αφρό του γέλιου, γιατί πηγάζει και τρέφεται από την επίγνωση της ανθρώπινης μοίρας. «Γιγνώσκειν εαυτόν και σωφρονείν» το ηρακλείτειο μάθημα της ανθρώπινης κωμωδίας, που ξεκινά από τον Γκόγια και εκβάλλει στον Πικάσσο των χαρακτικών και των σχεδίων, μέσα από σταθμούς που λέγονται Ντωμιέ, Τουλούζ Λωτρέκ, Ρουώ, φαίνεται να καθοδηγεί την έρευνα του νέου ζωγράφου. Η ισπανική παράδοση κρατάει τα σκήπτρα του είδους από τον 16ο αιώνα, όπως αποδεικνύουν η νουβέλα πικαρέσκα και ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το γεγονός ότι ο Ξενοφών Μπήτσικας επέλεξε ως τόπο των μεταπτυχιακών του σπουδών τη Μαδρίτη –παραβιάζοντας το μονόδρομο του Παρισιού– και ως θέμα της διδακτορικής του διατριβής την παράδοση του ασπρόμαυρου στην ιστορία της ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Ιδού γιατί μίλησα για αυτογνωσία. Πράγματι από την πρώτη του δημόσια εμφάνιση στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, ο νέος ζωγράφος δηλώνει την προσήλωσή του στην ίδια θεματική, την ίδια τεχνική, την ίδια αυστηρότητα του άσπρου-μαύρου.
Ο Ξενοφών διαθέτει το βλέμμα ενός ανατόμου του σώματος και της ψυχής του ανθρώπου, ενός οξυδερκούς παρατηρητή της συμπεριφοράς του ατόμου κατά μόνας –όταν συνομιλεί με το χρόνο, την ηλικία, τις ψευδαισθήσεις, την υπαρξιακή του αλήθεια– και σε διάλογο με τους άλλους, όταν φοράει το προσωπείο της απόκρυψης, που τελικά, αντί να κρύβει, αποκαλύπτει τραγικότερα τη συμπαιγνία της «ανθρώπινης κωμωδίας».
Το μαντέψατε ήδη: ο Ξενοφών Μπήτσικας είναι ανθρωπογράφος, ηθογράφος με την βαθύτερη σημασία του όρου και βέβαια αφηγητής. Είναι προικισμένος σκηνοθέτης καταστάσεων που αποτυπώνουν μια συμπυκνωμένη και γεμάτη ένταση στιγμή από τη ροή μιας αφήγησης. Η αφήγηση αλλάζει πρόσωπα και πλοκή αλλά έχει πάντα το ίδιο θέμα: την «ανθρώπινη κωμωδία», την ανθρώπινη μοίρα: τον χρόνο, τη φθορά, την αποσύνθεση της σάρκας, το γήρας και το θάνατο που καραδοκεί. Τις ατελέσφορες πλεκτάνες που στήνουν οι θνητοί για να ξεγελάσουν τον χρόνο. Ο Μπήτσικας σχολιάζει καυστικά την αυταρέσκεια, το ναρκισσισμό, την οίηση, την ερωτική χασμωδία που προκαλεί η συνάντηση της νεότητας με το γήρας. Ένας ενοχλητικός μάρτυρας, ένα δαιμονικό βρέφος συμμετέχει ενίοτε στα δρώμενα καταλυτικά, καθώς φαίνεται να διερμηνεύει τη σκέψη του ζωγράφου, και να καθοδηγεί το σχόλιο του θεατή μέσα στον πίνακα.
Η αφήγηση ξετυλίγεται σ’ ένα χώρο που ορίζεται από το εκτόπισμα της δράσης, από τις στάσεις, τις κινήσεις, τους άξονες και τις κατευθύνσεις των σωμάτων, όπως στον Ντεγκά. Για να διευρύνει τις σκηνές της δράσης, ο νέος ζωγράφος καταφεύγει συχνά στις προοπτικές βραχύνσεις, που τις ελέγχει με ιλιγγιώδη μαεστρία, ολότελα ασυνήθιστη για την ηλικία του και την εποχή μας. Έπιπλα, σκεύη και αντικείμενα είναι λιγοστά, σημαίνοντα και ομιλητικά. Παρακολουθούν τη δράση, αισθητοποιούν την ψυχολογία της σκηνής, συμμορφώνονται ή καλύτερα παραμορφώνονται σύμμετρα και ανάλογα.
Νομίζω πως η περιγραφή της θεματικής μας οδήγησε ήδη στις επιλογές της ποιητικής του Μπήτσικα. Κυρίαρχο χρώμα: το άσπρο-μαύρο. Υλικό: Ολα τα υλικά που ευνοούν το σχέδιο, με προεξάρχοντα τα μελάνια, το κοινό ή το φωτοτυπικό, όπως στα σχέδια πάνω στις ζελατίνες που παρουσιάζει τώρα ο ζωγράφος. Όργανο εξερεύνησης του σώματος το σχέδιο. Ένα σχέδιο στέρεο, διεισδυτικό, στερεοσκοπικό, που υποβάλλει τον όγκο και τον διάλογό του με το χώρο. Ένα σχέδιο που εγκαθιστά σώματα και αντικείμενα στο διάστημα. Ένα σχέδιο που προϋποθέτει απέραντες ώρες μελέτης του γυμνού μοντέλου. Τα γερασμένα σώματα δεν ήταν δύσκολο να τα βρεί και να τα σπουδάσει ο ζωγράφος, μια και η Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, συντηρεί χρόνια τώρα την φιλάνθρωπη και χρήσιμη παράδοση να κρατάει τα ίδια μοντέλα ως το βαθύ γήρας.
Μίλησα πιο πάνω για την μέριμνα του χώρου που διακρίνει τη ζωγραφική του Μπήτσικα. Για τη χωρομετρία του σχεδίου του. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε λοιπόν πώς οδηγήθηκε στην πρωτότυπη ιδέα να αναλύσει το σχέδιό του, να το εγγράψει σε διαφορετικά διάφανα επίπεδα από ζελατίνη, δημιουργώντας έτσι μια δυναμική κινούμενη ζωγραφική ολογραφία. Οι επικαλύψεις δημιουργούν στον θεατή την ψευδαίσθηση ότι διεισδύει στον πραγματικό χώρο της δράσης, ενώ ταυτόχρονα επιβραδύνουν το χρόνο της ανάγνωσης και κλιμακώνουν τις «ανακαλύψεις» που ελλοχεύουν, κρυμμένες με επιμέλεια από τον ζωγράφο, στα πιο μακρινά επίπεδα. Η αφήγηση ανακτά μ’ αυτόν τον τρόπο την διάρκεια, τον χαμένο χρόνο που της αφαιρεί ο ταυτοχρονισμός της παραδοσιακής εικόνας, ενώ η σκηνή κερδίζει σε δραματικότητα με το κινηματογραφικό τέχνασμα της έκπληξης, του σασπένς.
Είναι αυτονόητο ότι για να πετύχεις το σύνθετο τούτο αποτέλεσμα θα πρέπει να διαθέτεις μεγάλες ζωγραφικές και σχεδιαστικές ικανότητες. Ο Ξενοφών Μπήτσικας είναι από τους πιο προικισμένους σχεδιαστές που πέρασαν από τη Σχολή μας τα τελευταία χρόνια. Η χειρονομία του είναι νευρώδης αλλά ελεγχόμενη. Το πάχος της γραμμής του ηλεκτρισμένο, με αδιάκοπες εναλλαγές, δυναμικές καμπύλες, σπειροειδείς ανελίξεις, συγκοπές, βυθίσματα και αναδύσεις. Η γραμμή, η κηλίδα, το φώς και η σκιά οικοδομούν ένα σύστημα ελλειπτικό και ταυτόχρονα ευανάγνωστο όπου μορφές και χώρος διαπλέκονται και αλληλοορίζονται διαλεκτικά.
Ο Ξενοφών Μπήτσικας είναι ένας ώριμος τεχνίτης. Κυρίως όμως είναι ένας ώριμος καλλιτέχνης. Γιατί η τεχνική του δεξιότητα υπηρετεί ένα όραμα, μας αποκαλύπτει έναν κόσμο, όπως συμβαίνει μόνο στους αυθεντικούς δημιουργούς. Η παρουσία του στη νεαρή ελληνική εικαστική σκηνή υποθάλπει ευοίωνες προσδοκίες.
Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στην Α.Σ.Κ.Τ. Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου