Κώστας Παπανικολάου

Παπανικολάου Κώστας
© Λουίζα Μίσιου

Γεννήθηκε στο Ριζοβούνι Πρέβεζας το 1959. Σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη και τον Δημήτρη Μυταρά (1979-1985). Έχει εικονογραφήσει τα βιβλία «Η Πορφυρένια και το μαντολίνο της» (Φωτεινή Φραγκούλη, 1995), «Κύμινο και κανέλα» (συλλογικό, 1998), «Η φιδογέννητη βασιλοπούλα και άλλα παραμύθια» (Μαρία Μαμαλίγκα, 1998) και «Το καΐκι του Θησείου και άλλες ιστορίες για μικρούς και μεγάλους» (Ηλίας Βενέζης, 2006). Έργα του ανήκουν σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και στον Γαλατά του Πόρου.

'Εργα

Για την τέχνη και για την τέχνη του: Κώστας Παπανικολάου

Ο ζωγράφος Κώστας Παπανικολάου μιλά για τα χρόνια του στην Α.Σ.Κ.Τ. (1979-1985), για τους συμφοιτητές, τους δασκάλους του και τις σπουδές του εκεί. Αναφέρεται στις πρώτες επαφές του με τους συλλέκτες στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν ακόμα ήταν φοιτητής, και στον ρόλο που έπαιξε για τη γενιά του ο ζωγράφος και γκαλερίστας Ασαντούρ Μπαχαριάν με το Πνευματικό Καλλιτεχνικό Κέντρο «Ώρα». Θυμάται την πρώτη του συνάντηση με τον Σωτήρη Φέλιο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και επισημαίνει τον μεγάλο αριθμό έργων του που υπάρχουν έκτοτε στη συλλογή, σχεδόν από όλες τις ενότητες της δουλειάς του. Μιλώντας για την αγάπη του για το θέμα της βάρκας και της σκιάς της πάνω στο νερό, υπογραμμίζει την επιδίωξή του να βρίσκει τη ζωγραφική στις εικόνες του κόσμου γύρω του και όχι στη ζωγραφική του παρελθόντος. Καταλήγει εξομολογούμενος τη συνειδητοποίησή του ότι η ίδια η ζωγραφική είναι το θέμα της και όχι αντίστροφα, σχολιάζοντας την αφαιρετική φύση της ζωγραφικής τέχνης, τη σχέση της με τη μουσική, καθώς και με το στοιχείο της αναγωγής.

Ατομικές εκθέσεις

2019

Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας Γκαλερί Σκουφά Αθήνα

2016

Συλλογή Σωτήρη Φέλιου. Κώστας Παπανικολάου: Ανα-δρομή 16 Φωκίωνος Νέγρη Αθήνα (επιμέλεια: Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη)

2015

Φούγκα VI. Αστικό τοπίο: Εντός και εκτός Γκαλερί Citronne Πόρος (επιμέλεια: Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη)

2015

Έτσι πολύ ατένισα... Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου Πόρος (επιμέλεια: Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη, Μαρία Γιαννοπούλου, διοργάνωση: Γκαλερί Citronne)

2011

Από την Καισαριανή στον Πόρο Γκαλερί Citronne Πόρος (επιμέλεια: Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη)

2005

Thanassis Frissiras Gallery Αθήνα

2000

Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

1996

Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

1994

Αίθουσα Τέχνης Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου Γλυφάδα

1992

Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα Αθήνα

1986

Γκαλερί Εποχές Κηφισιά

Κείμενο

Ο ζωγράφος που ονειρεύεται το παρόν του

Αστική πεζοπορία ή υπαίθρια ακινησία; Αστική ακινησία ή υπαίθρια πεζοπορία; Αισθησιασμός του παρόντος ή ανεμελιά του παρελθόντος; Ανεμελιά του παρόντος ή αισθησιασμός του παρελθόντος; Αυτά και άλλα παιγνιώδη δίπολα αισθάνομαι πως βουίζουν, σαν μέλισσες ή σαν μύγες, δηλαδή σαν βιώματα που πασχίζουν να μεταμορφωθούν σε λάδια, αβγοτέμπερες ή νωπογραφίες, βομβούν γύρω από το κεφάλι του ζωγράφου, όταν στέκεται μπροστά στο τελάρο του.

Ριζοβούνι Πρεβέζης, Ελευσίνα, Εξάρχεια, Γαλατάς Πόρου, Τήνος, Καισαριανή. Αυτή είναι η διαδρομή του βλέμματος, αυτή η ανθρωπογεωγραφία του Παπανικολάου.

Το πρώτο πράγμα που σε αδράχνει καθώς περιηγείσαι τα έργα της παρούσας συλλογής (75 έργα σχεδόν μιας τριακονταετίας, μεταξύ 1985 και 2013) είναι μια έντονη, κυκλωτική αίσθηση φωτός. Είτε σε άχτιστο, είτε σε χτισμένο περιβάλλον, ο ζωγράφος δηλώνει αιχμάλωτος, υπνωτισμένος, μαγεμένος μιας διαφάνειας, μιας καθαρότητας, μιας ανόθευτης πρώτης εντύπωσης˙ εντύπωσης, που περισσότερο συνδέεται με το φως μιας άλλης εποχής, με τη θαλπωρή κάποιων αισθημάτων, με την αμεριμνησία κάποιων λέξεων, στάσεων ή κινήσεων, παρά μ’ αυτό καθαυτό το μεσημεριανό φως της θάλασσας σε κάποιο σύγχρονο νησί ή το απογευματινό φως σε κάποια γειτονιά της σημερινής Αθήνας. Μ’ άλλα λόγια, η αναπαραστατική περιπέτεια του ελληνικού φωτός στο έργο του Παπανικολάου (που έλκεται και εμψυχώνεται από τον Θεόφιλο, τον Μαλέα, τον Παπαλουκά και τον Τσαρούχη) πάνω απ’ όλα, είναι μια ανάκληση και μια επιστροφή.

Το ζωγραφικό υποκείμενο, ανταλλάσσοντας χώρο με χρόνο, άλλοτε ρεμβάζοντας κι άλλοτε παρατηρώντας, προσηλώνεται στα μικρά, στα επουσιώδη, στα ασήμαντα.

Ένας άντρας, με φόντο μια μπανανιά, παραμερίζει μια κουρτίνα˙ γλάροι πετούν γύρω από μια ψαρόβαρκα˙ σ’ έναν πεζόδρομο περαστικοί κινούνται με ασύμπτωτα βλέμματα˙ θαμώνες σ’ ένα πρωινό μπαρ γερμένοι στην μπάρα˙ μια κοπέλα διαβάζει ένα βιβλίο˙ ένα κορίτσι με κότσο ακουμπάει σ’ ένα παράθυρο με μισοκατεβασμένο παντζούρι˙ γυμνή γυναίκα ακουμπάει σε κεντητό μπλε μαξιλάρι˙ σκεπτική ή αφηρημένη γυναίκα σε μπαλκόνι ακουμπάει σε χαλί˙ κηδεία διέρχεται από παραλιακό δρόμο˙ τραπεζάκι με καρέκλες κοντά στη θάλασσα˙ ηλιοψημένη γυναίκα με μαγιό˙ γυμνό γυναικείο μπούστο˙ γυναίκα δένει το μαγιό της˙ λουόμενοι˙ επιβάτες σε καράβι˙ γυναίκα πίνει κόκκινο κρασί μπροστά σε τζάκι˙ νεαρός ψαράς σε προβλήτα με κουβά γεμάτο ψάρια˙ παράθυρο κλειστό με μπλε παντζούρια˙ λεμονιά στο ύπαιθρο, παιδιά παίζουν με άκρα σοβαρότητα σε παιδική χαρά, κτλ.

Διαπιστώνουμε ότι η θάλασσα, η θηλυκή παρουσία και η πεζοπορία, δεν είναι μόνο ανατροφοδοτούμενα βιώματα ή εικαστικές εμμονές, είναι και το αντίδοτο, το αντιοξειδωτικό του ζωγράφου σ’ ό,τι τον φέρνει πλησιέστερα στο ανικανοποίητο του εαυτού ή στον κατακερματισμό του σύγχρονου βίου.

Θαρρείς πως τα σώματα, τα πρόσωπα και οι φιγούρες του, είτε περιφέρονται στον αστικό ιστό είτε λούζονται στο υπαίθριο φως, αρνούνται να βουλιάξουν στο μηδέν ή στο σκοτάδι της ύπαρξης, να λυγίσουν υπό το βάρος της καθημερινής επιβίωσης.

Ναι, ο Παπανικολάου προσπαθεί να μετατοπίσει, να μεταμορφώσει, να εξαφανίσει στο φως (ένα φως, ταυτόχρονα, παιδικής μνήμης και μεσογειακής ταυτότητας) το άγριο παρόν που, έτσι κι αλλιώς, μας κατακλύζει και μας περισφίγγει.

Αν η ζωγραφική του υπερασπίζεται, αβίαστα και διακριτικά, το ανθρώπινο μέτρο, τη χαμένη συλλογικότητα, την προσήλωσή του στα απλά, τα λησμονημένα, τα παραμελημένα, η ζωγραφικότητά του ενσωματώνει και ανανεώνει παλιές χειρονομίες και τεχνικές, εμπλέκεται σε διαχρονικές αισθητικές απορίες, πάνω απ’ όλα όμως, αναζητάει επιτακτικά την αθωότητα του βλέμματος.

Χωρίς ίχνος παραδοξολογίας: ο ζωγράφος ονειρεύεται το παρόν του, αλλά και ζωγραφίζει σαν να ονειρεύεται αυτά που ζωγραφίζει. Γι’ αυτό, οι αναμνήσεις και οι προσδοκίες στον Παπανικολάου, εντός κι εκτός τελάρου, αναπνέουν ζωντανό ζωγραφικό χρόνο.

Τα όνειρά του όμως είναι γήινα, χωμάτινα, ψηλαφητά. Ίσως αυτή να είναι και η βαθύτερη αιτία που οι δαίμονές του –προσωπικοί ή εκφραστικοί– εμφανίζονται φιλήσυχοι, περιπαικτικοί, συμφιλιωμένοι. Ενώ, την ίδια στιγμή, η μόνη υπερβατικότητα που επιτρέπουν στον εαυτό τους συνδέεται με το θάμβος του πραγματικού (δηλαδή, ούτε αποστροφή, ούτε ψυχανάλυση, ούτε καταγγελία της πραγματικότητας).

Οι εικόνες του φίλου Κώστα, έχουν κάτι από το ανοιχτό γέλιο του, την κρυμμένη θλίψη του, τον τρόπο που πίνει ή αφηγείται, τη συγκινητική αιδημοσύνη του.

 

Μισέλ Φάις
* Από τον κατάλογο της έκθεσης του Κώστα Παπανικολάου «Συλλογή Σωτήρη Φέλιου. Κώστας Παπανικολάου: Ανα-δρομή», 16 Φωκίωνος Νέγρη, Αθήνα, 2016.