Στέλιος Σκοπελίτης

Σκοπελίτης Στέλιος
© Fabienne Balez

Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1942. Είναι φωτογράφος από το 1966. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε επιφυλλιδογράφος στην εφημερίδα «Τα Νέα». Πολλά κείμενά του, καθώς και συνεντεύξεις του, έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και σε περιοδικά. Επίσης έχει παρουσιαστεί πολλές φορές στην ελληνική τηλεόραση με αφορμή το έργο του. Σε σκηνοθεσία του Λάκη Παπαστάθη, 1983, στην εκπομπή «Παρασκήνιο», παρουσιάστηκε το μέχρι τότε σύνολο του έργου του. Έργα του υπάρχουν σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, την Αμερική, τη Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης στο Ρέθυμνο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

'Εργα

Ατομικές εκθέσεις

2017

Τρίπτυχα Χαρουπόμυλος – Πολιτιστικό Κέντρο Πάνορμο (επιμέλεια: Μαρία Μαραγκού)

2009

Αντίπολη The Art Foundation Αθήνα

2006

15 ουρανοί και ένας αθάνατος Galerie 3 Αθήνα

2004

Νυχτερινά Γκαλερί Ζαλοκώστα 7 (Γκαλερί 7) Αθήνα

2003

Λευκωσία: το τελευταίο τείχος της Ευρώπης Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη Αθήνα

2003

Τα βιβλία του Ηρακλείτου Στέγη Τεχνών «Σ. Τρύφων» Λέσβος

2002

Τα βιβλία του Ηρακλείτου Γκαλερί Ζαλοκώστα 7 (Γκαλερί 7) Αθήνα

2002

Λευκωσία: Το τελευταίο τείχος της Ευρώπης Πύλη Αμμοχώστου Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Λευκωσίας Λευκωσία

2000

Οι κρυψώνες του φωτογράφου Χώρος Τέχνης «24» Αθήνα

1999

Στιγμιότυπα Χώρος Zalokosta 7 Gallery (Gallery 7) Αθήνα

1999

Έρως και Πόλη Γκαλερί Ντιάνα-Γιούλια Αθήνα

1998

Άνθρωποι και Τοπία Γκαλερί Ζαλοκώστα 7 (Γκαλερί 7) Αθήνα Art Athina

1997

Τρίπτυχα Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα Αθήνα

1997

D’après Rodin Γκαλερί Ζαλοκώστα 7 (Γκαλερί 7) Αθήνα

1996

Εικόνες από τις εγκαταστάσεις Εγκαταστάσεις Σερπιέρι Λαύριο

1988

Το Γκάζι Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου Αθήνα

1987

Περί Έρωτος Διεθνές Φεστιβάλ Πατρών Πάτρα

1984

Μια ελληνική μάτια στο Παρίσι Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών Αθήνα

1982

Εικόνες Αθηνών Γκαλερί Σκουφά Αθήνα

Κείμενο

Οι κρυψώνες του φωτογράφου Στέλιου Σκοπελίτη

Όταν λέμε αυτό που βλέπουμε ματαιοπονούμε,
αυτό που βλέπουμε δεν ενοικεί ποτέ σε αυτό που λέμε.

Μichel Foucault

Το ανθρώπινο γλωσσικό ιδίωμα επιτρέπει τον στοχασμό.

Peter Ouspensky

Ο φωτογράφος στέκει σε απόσταση από το τοπίο. Το παρατηρεί όσο καλύτερα μπορεί, μήπως και ανακαλύψει κάτι περισσότερο. Η πρώτη ματιά που έριξε, δεν μοιάζει να πρόδωσε την ικανότητά του να διακρίνει τα πράγματα όπως φαίνονται. Μάλλον θα πιέσει το κλείστρο και θα απαθανατίσει τη στιγμή όπως έχει εστιάσει. Όμως το δάκτυλο ακόμη εξαρτιέται από το βλέμμα που προσπαθεί κάτι να διακρίνει. Ανασηκώνει ελαφρά το κεφάλι, στρέφει το βλέμμα με μεγαλύτερη σιγουριά προς το τοπίο, και αυτή τη φορά είναι έτοιμος μάλλον για τη στιγμή που περιμένει. Εμείς, κοιτάμε την πλάτη του και αυτός ακόμη ταλαντεύεται ανάμεσα στη στιγμή της προσμονής και σε αυτή που μόλις πέρασε. Τριάντα χρόνια αργότερα ο φωτογράφος αποφασίζει να εκθέσει τις φωτογραφίες του. Συχνά έχει γυρίσει στον τόπο που έκανε τις λήψεις, την ίδια ώρα, πάντα καλοκαίρι, επιθυμώντας να διαπιστώσει πόσο άλλαξε ο τόπος, αν άλλαξε αυτό που είχε δει την πρώτη φορά. Ό,τι είναι ζωντανό δεν μπορεί ποτέ να είναι το ίδιο, μόνο τα απολιθωμένα πράγματα δεν αλλάζουν. Ο «πέτρινος γίγαντας» που εμπνέει oμηρικούς μύθους και λαϊκά παραμύθια μπορεί να έχασε το παιχνίδι με τον χρόνο, να εξαφανίστηκε μαζί με τα άλλα στοιχεία της φύσης. Όπως αφανίζει η διάνοια τους παλιούς ήρωες των παιδικών περιπετειών. Η «διπλή κορυφή» που ξεπρόβαλε στο σκοτάδι σαν δύο ηδονικές ρώγες κοριτσιού, ίσως να κυριεύτηκε από τόσα βλέμματα που να καλύφτηκε από τον πέπλο της αδιαφορίας. Η θάλασσα, που τόσο γλυκά έγλυφε τον κόλπο της όσο κρατιόταν παρθένος στους λιγοστούς ανθρώπους που τον είχαν πλησιάσει.

Σε κάποιες πρόσφατες λήψεις σε διαφορετικούς τόπους, ο φωτογράφος προτίμησε το ασπρόμαυρο φιλμ σε αντίθεση με τις παλιότερες. Σαν να ’χει περίεργα πισωγυρίσματα ο χρόνος και να παρασύρει τις αισθήσεις σε ένα παιχνίδι προθανάτιων άχρωμων τόπων, λουσμένων στο δυνατό φως του ήλιου, απρόσιτων στην ανάβαση, ερημικών και σκληροτράχηλων. Αυτοί οι άχρωμοι τόποι δείχνουν κάποτε τόσο ζωγραφικοί με το χώμα να τους καλύπτει, που μοιάζουν σαν να κοιτάς τις σκληρές από ακατέργαστα υλικά επιφάνειες, των έργων της Art Brut. Ο φωτογράφος έπλασε τόσους συνειρμούς ψυχικών εντυπώσεων που είναι έτοιμος να ονειρευτεί τον θάνατό του να συμβαίνει στον θολωτό τάφο της Πύλου, στην πατρίδα του Νέστορα. Αφού ξεδίπλωσε τις μνήμες των εντυπώσεων από τα ειδυλλιακά τοπία, αφού πάσχισε στα ξερά βουνά, κείτεται ξαπλωμένος στο χώμα του θολωτού τάφου για να αφήσει να αναδυθεί μέσα από τα αισθήματα, ο εαυτός του τη στιγμή που η ψυχή αγγίζει την αιωνιότητα. Γνωρίζουμε πως τα όνειρα εικονίζουν είτε αυτό που υπήρξε και πέρασε, ή, ακόμη συχνότερα, αυτό που δεν υπήρξε ούτε μπορούσε να υπάρξει. Επικαλείται μια ανύπαρκτη στιγμή στο παρελθόν, ή, κάποια ανύπαρκτη κατάσταση στο παρόν. Και καθώς στα όνειρα δεν υπάρχει κανένας κανόνας ηθικής, ο φωτογράφος μάς αφήνει να παρατηρούμε την εικόνα, έκθετους στις αφηρημένες δοξασίες του θανάτου, στην απόσχιση της ψυχής από το σώμα, στις διφορούμενες έννοιες της μετά θάνατον συνέχειας. Λίγο πολύ, καθένας έχει αντικρίσει παρόμοια τοπία ταξιδεύοντας και παρατηρώντας τη φύση. Πολλοί προσπάθησαν με τις δικές τους φωτογραφικές μηχανές, να κρατήσουν τις στιγμές από τους χώρους που μάγεψαν τις αισθήσεις, σε ανάμνηση των ταξιδιών τους. Οι εικόνες του φωτογράφου μας εμπεριέχουν ένα τέχνασμα. Δεν πρόκειται απλά για φωτογραφίες που προκαλούν τις αισθήσεις, ούτε για λήψεις που θα γίνουν καρτ ποστάλ να καλύψουν τις ανάγκες των τουριστών. Έχουν τραβηχτεί με πρόθεση να μας κάνουν να χαθούμε στο άπειρο του θέματος. Το γαλάζιο που μας περιβάλλει και παίζει τον πρωταρχικό ρόλο στις εικόνες του, έχει υποστεί την επεξεργασία που χρειάζεται ώστε να αναδείξει τα σκηνογραφικά προσόντα του χώρου. Κάθε φωτογραφία έχει διαφορετικούς τόνους του γαλάζιου που επιτρέπει στις γραμμές του τοπίου να κυριαρχούν, ή, να αφανίζονται. Έτσι, οι στερεοί όγκοι της φύσης αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα στους σκούρους τόνους του γαλάζιου που τονίζει τα περιγράμματα και κάνει κάπως σκληρές τις φόρμες τους. Το βλέμμα περιφέρεται στον οροθετημένο χώρο που μοιάζει εξωπραγματικός. Χωρίς να ξεφεύγει από το πλαίσιο της εικόνας, υποχρεώνεται να αναζητήσει τη δράση κάποιας παράστασης. Η πρόθεση του καλλιτέχνη φανερώνεται σε μια από αυτές, όταν εμφανίζεται ο «πέτρινος γίγαντας», ιερός στην ακινησία του, επιβλητικός στον όγκο του, να κοιτάζει με τα φιδίσια μάτια εκείνους που τον κοιτούν με δέος από χαμηλά. Αντίστροφα, οι ανοικτοί τόνοι του γαλάζιου εξασφαλίζουν την ελαφρότητα στον χώρο και διαλύουν τις φόρμες ώστε να επιτρέπουν στο βλέμμα να χαθεί περιπλανημένο στον ορίζοντα. Ο χώρος ξεφεύγει από το πλαίσιο και αφήνει τη σκέψη από μόνη της να σταματήσει στο άπειρο της φύσης. Και όταν πλέον στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες το γαλάζιο στερείται του ρόλου του, το τοπίο μοιάζει να έχει σχεδιαστεί με πολλές γραμμές που τέμνονται και άλλες που συγκρούονται. Η ισορροπία ανάμεσα στον όγκο και το κενό της ατμόσφαιρας γίνεται επιτακτική ώστε να φανεί ότι η σύνθεση έχει διαφορετική αξία όταν απουσιάζει το χρώμα. Η υφή της γης αποκτά υπόσταση, η λεπτομέρειά της σημασία. Στα άχρωμα τοπία του φωτογράφου, όλα τα στοιχεία της εικόνας ανακατανέμονται σε όφελος της σκέψης. Αυτή διαστέλλει τον χρόνο και κάνει τον άνθρωπο να στοχάζεται πάνω στη βασανιστική πορεία της εξέλιξής του. Αυτά τα χώματα πάτησαν άνθρωποι και φυλές, επιδρομείς και κατακτητές, περιηγητές, οδοιπόροι και αναζητητές. Είναι η άχρωμη ιστορία του ανθρώπου πάνω στη γη. Χωρίς το γαλάζιο χρώμα του ουρανού, το καφέ της γης και το γκρίζο των βράχων, τα άχρωμα τοπία του φωτογράφου γίνονται πεδία δράσης για τη σκέψη που αναζητά την αλήθεια κυρίως στην υπερβατική γνώση. Οι φωτογραφίες όμως, στο σύνολό τους, είναι σειρές βιωμένων εικόνων. Τις καταλαβαίνουμε ανάλογα με το επίπεδο και την ικανότητά μας και όχι ανάλογα με το νόημά τους. Εμείς τις αναλύουμε, με σκοπό να αρθρώσουμε την πιθανή αντικειμενικότητα μιας γνώσης της φύσης που «δείχνεται και συνάμα κρύβεται μέσα στη βιωμένη εμπειρία», παρατηρεί ο Μ. Foucault («Οι Λέξεις και τα Πράγματα»).

Οι χρωματιστές και οι άχρωμες εικόνες του, και εκείνη που ονειρεύεται τον δικό του θάνατο στον τάφο του Νέστορα, βεβαιώνουν ότι ο φωτογράφος μας εδώ και τριάντα χρόνια έχει επιλέξει μέσω της φωτογραφικής μηχανής και της επεξεργασίας πάνω στην εικόνα να ασχοληθεί με την ανάλυση των προσωπικών βιωμάτων. Μπορούμε να διαπιστώσουμε κατά την πορεία του, στις ενότητες που αποφάσισε να εκθέσει αυτές τις δεκαετίες, τη συνέπεια και την ειλικρίνεια με την οποία ψυχαναλύεται. Ποτέ δεν έθεσε σκοπό την πρόκληση, ακόμη και όταν τα θέματά του ήταν προκλητικά, όπως στη σειρά των σφαγείων, της πορνογραφικών και των γυμνών. Ποτέ δεν πρόβαλε την αισθητική αντιμετώπιση των αρχιτεκτονικών θεμάτων σε βάρος των ανθρώπινων αισθημάτων: της ερημιάς, της μοναχικότητας, της θλίψης, της αγωνίας, της απορίας για τον θάνατο, ακόμη και όταν οι επιλογές του ήταν: τα νεοκλασικά σπίτια της Αθήνας και του Πειραιά, οι Πύργοι της Μυτιλήνης και τα αρχοντόσπιτα της Λέσβου, οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις στο Γκάζι και το Λαύριο, τα αρχιτεκτονήματα στο νεκροταφείο της Αθήνας, οι εσωτερικοί χώροι στην υποβαθμισμένη Αθήνα. Δεν μας έδειξε μόνον πώς νιώθει ο φωτογράφος μπροστά σε αυτά τα αρχιτεκτονικά θέματα αλλά μας ξεδίπλωσε τη σκέψη του αναφορικά στην ιστορία των συγκεκριμένων «ζωντανών», κάποτε, χώρων. Το ίδιο και στις προσωπογραφίες των νεοελλήνων διανοούμενων: κάθε πρόσωπο και ένας χάρτης της ανθρώπινης γνώσης.

Γι’ αυτό, πιστεύω πως η συστηματικότητα με την οποία αντιμετώπισε την πραγματικότητα συναντιέται με τη «φιλοσοφική ανθρωπολογία» του Ernst Cassirer (1874-1945) που μας απέδειξε πως όταν εξετάζουμε τη μυθολογία, τη γλώσσα, την τέχνη, την επιστήμη και τη θρησκεία δεν ανακαλύπτουμε την έσχατη πραγματικότητα αλλά τη δική μας ανθρώπινη διάσταση. Ο φωτογράφος, προσπάθησε να αποτυπώσει εκείνο που, κρυμμένο, συνοδεύει την επιφάνεια. Να προσφέρει στον θεατή την πιθανή αντικειμενικότητα της εμπειρικής και της υπερβατικής γνώσης στους τόπους που έζησε και μέσα από τους ανθρώπους που συνάντησε. Μιας βαθιάς αναλυτικής γνώσης, που του επέτρεψε να απαθανατίσει τις ανθρώπινες αξίες όπως αποτυπώνονται στους χώρους και στις πράξεις των ανθρώπων, καθώς αυτές μεταβάλλονται από εποχή σε εποχή. Γι’ αυτό και οι «Κρυψώνες του Φωτογράφου» είναι μια ματιά στη φύση, απαλλαγμένη από δόγματα και θρησκευτικές δοξασίες που επικυρώνουν και επεκτείνουν την ύπαρξη. Εκεί, η ανθρώπινη παρουσία δεν γίνεται ορατή με επιτόπιες κατασκευές αλλά υπάρχει σαν διαχρονικός λόγος και μνήμη στα γραπτά και στην εικόνα.

 

Γιάννης Κολοκοτρώνης
* Από τον κατάλογο της έκθεσης του Στέλιου Σκοπελίτη «Οι κρυψώνες του φωτογράφου», Χώρος Τέχνης «24», Αθήνα, 2000.