Παναγιώτης Τέτσης

Τέτσης Παναγιώτης
© Jean François Bonhomme

Γεννήθηκε στην Ύδρα το 1925 και πέθανε στην Αθήνα το 2016. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά το 1937, επέστρεφε όμως κάθε καλοκαίρι στην Ύδρα, όπου άρχισε να ζωγραφίζει. Εκεί συνάντησε τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Δημήτρη Πικιώνη, που τους θεωρούσε, έμμεσα, δασκάλους του. Το 1940 πήρε τα πρώτα μαθήματα Ζωγραφικής από τον Klaus Frieslander και, στη συνέχεια, σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. (1943-1949). Ένα χρόνο πριν αποφοιτήσει, πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση (1948, Ρόμβος). Το 1951 ξεκίνησε και τη διδακτική του δραστηριότητα, ως επιμελητής στην έδρα Ελεύθερου Σχεδίου στο Ε.Μ.Π., με καθηγητή τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι (1953-56), όπου μεταξύ άλλων παρακολούθησε μαθήματα Χαλκογραφίας με τον Edward Goerg στην École des Beaux-Arts. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έζησε και εργάστηκε μέχρι τον θάνατό του, μοιράζοντας τον ελεύθερο χρόνο του ανάμεσα στη Σίφνο και την Ύδρα. Δίδαξε στo Τμήμα Σχεδιαστών του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου (1959-1962) και υπήρξε συνιδρυτής και δάσκαλος του Ελεύθερου Σπουδαστηρίου Καλών Τεχνών (Σχολή Βακαλό), μαζί με την Ελένη Βακαλό, τον Ασαντούρ Μπαχαριάν και τον Φραντζή Φραντζεσκάκη (1958-1976). Εκλέχτηκε καθηγητής στην Α.Σ.Κ.Τ. της Αθήνας (1976), όπου δίδαξε ως το 1991 (πρύτανης από το 1989). Το 1993 έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1999 τιμήθηκε με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα. Εξέδωσε τέσσερα βιβλία με κείμενά του και δημοσίευσε πολλά άρθρα του στον Τύπο.

'Εργα

Ατομικές εκθέσεις

2016

Νερόμυλος στις πηγές της Κρύας Λιβαδειά

2016

Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος Αθήνα

2015

Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη Αθήνα

2014

Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά Πειραιάς

2013

Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκη

2013

Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου Αγρίνιο

2012

Στέγη Τέχνης και Πολιτισμού Ιδρύματος Λεωνίδα Κ. Μακρή Τρίκαλα

2012

Μουσείο Τεχνών Λουκίας & Μιχαλάκη Ζαμπέλα Λευκωσία

2012

Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ύδρας Ύδρα

2011

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών Αθήνα

2010

Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Παράρτημα Ναυπλίου Ναύπλιο

2010

Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη

2010

Γκαλερί Ρωμανού 7 Θεσσαλονίκη

2009

Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Αθήνα

2009

Γκαλερί Citronne Πόρος

2008

Παλιό Σχολείο του Κάστρου Σίφνος

2008

Γκαλερί Νέες Μορφές Αθήνα

2007

Μουσείο Χαρακτικής Τάκη Κατσουλίδη Μεσσήνη

2007

Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου Αθήνα

2007

Αρχοντικό Παύλου Κουντουριώτη Ύδρα

2006

Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή Άνδρος

2005

Γκαλερί Νέες Μορφές Αθήνα

2003

Istituto degli Innocenti / Salone del Brunelleschi Φλωρεντία

2002

Πινακοθήκη Κυκλάδων Ερμούπολη

2002

Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Παράρτημα Κέρκυρας Κέρκυρα

2001

Γκαλερί Νέες Μορφές Αθήνα

2001

Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, Αίθουσα Λίλιαν Βουδούρη Ξάνθη

1999

Αναδρομική έκθεση Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου Αθήνα

1998

Νεώρια Παλιό Λιμάνι, Χανιά

1998

Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας Λευκωσία

1998

Γκαλερί Μιράντα Ύδρα

1998

Γκαλερί Νέες Μορφές Αθήνα

1997

Πολιτιστικό Κέντρο Πατρών του Μ.Ι.Ε.Τ. Πάτρα

1997

Γκαλερί Ειρμός Θεσσαλονίκη

1996

Πινακοθήκη Κυκλάδων Σύρος

1996

Ίδρυμα Ν. & Ε. Πορφυρογένη Αγριά, Βόλος

1996

Αίθουσα Τέχνης «αγκάθι – κartάλος» Αθήνα

1995

Πινακοθήκη Πιερίδη / Αίθουσα Τέχνης Νέες Μορφές Αθήνα

1995

Εκπαιδευτήρια Ελληνογερμανική Αγωγή Παλλήνη

1995

Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου (Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης) Ρόδος

1995

Γκαλερί Ειρμός Θεσσαλονίκη

1994

Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας Καλαμάτα

1994

Αίθουσα Τέχνης «αγκάθι – κartάλος» Αθήνα

1993

Παπαστράτειος Δημοτική Βιβλιοθήκη και Αίθουσα Τέχνης Αγρινίου Αθήνα

1993

Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών Πάτρα

1993

Αίθουσα Τέχνης Artigraf Αθήνα

1992

Πινακοθήκη Πιερίδη Γλυφάδα

1992

Μουσείο Tériade Μυτιλήνη

1992

Κέντρο Τέχνης Artigraf Αθήνα

1992

Γκαλερί Νέες Μορφές Αθήνα

1992

Αίθουσα Τέχνης Αστρολάβος Πειραιάς

1991

Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο Θεσσαλονίκη

1990

Γκαλερί Νέες Μορφές Αθήνα

1990

Αίθουσα Σκουφά Αθήνα

1989

Γκαλερί Μιράντα Ύδρα

1988

Αίθουσα Τέχνης Πάτρα

1988

Αίθουσα Τέχνης Ηρακλείου Ηράκλειο

1988

Αίθουσα εκθέσεων Νικάνθη Αθήνα

1987

Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα Αθήνα

1987

Γκαλερί Νέες Μορφές Αθήνα

1987

Αίθουσα Τέχνης Β. Μυλωνογιάννη Χανιά

1987

Αίθουσα Τέχνης «αγκάθι – κartάλος» Αθήνα

1986

Αίθουσα Τέχνης Υάκινθος Κηφισιά

1986

Αίθουσα Τέχνης Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου Γλυφάδα

1985

Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα Λάρισα

1985

Γκαλερί Ειρμός Θεσσαλονίκη

1985

Γκαλερί Νέες Μορφές Αθήνα

1983

Κεντρικά Γραφεία της Εταιρίας Τσιμέντων ΑΓΕΤ Ηρακλής Αθήνα

1983

Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα Αθήνα

1983

Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου Αθήνα

1982

Πνευματικό Κέντρο Δήμου Π. Φαλήρου Π. Φάληρο

1982

Αίθουσα Τέχνης Υάκινθος Κηφισιά

1981

Χανιά

1981

Γκαλερί Κίων Καβάλα

1980

Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα Αθήνα

1980

Γκαλερί Ζυγός Αθήνα

1979

Αίθουσα Τέχνη Πάτρα

1978

Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών Αθήνα

1977

Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα / Γκαλερί Νέες Μορφές Αθήνα

1976

Πολιτιστικό Κέντρο Πειραιώς Πειραιάς

1976

Βασιλική Αγίου Μάρκου Ηράκλειο

1975

Γκαλερί Κοχλίας Θεσσαλονίκη

1975

Γκαλερί Νέες Μορφές Αθήνα

1974

Γκαλερί Κοχλίας Θεσσαλονίκη

1973

Κολλέγιο Αθηνών Αθήνα

1972

Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα Αθήνα

1971

Γκαλερί Ζήτα-Μι Θεσσαλονίκη

1970

Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα Αθήνα

1969

Αίθουσα Τέχνης Αθηνών – Χίλτον (Αίθουσα Τέχνης Αθηνών) Αθήνα

1968

Αίθουσα Τέχνης Αθηνών – Χίλτον (Αίθουσα Τέχνης Αθηνών) Αθήνα

1965

Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία «Τέχνη» Θεσσαλονίκη

1965

Αίθουσα Τέχνης Αθηνών – Χίλτον (Αίθουσα Τέχνης Αθηνών) Αθήνα

1964

Αίθουσα Αρχιτεκτονικής Αθήνα

1964

Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο Σχολών Δοξιάδη Αθήνα

1963

Λέσχη Επιστημόνων Ηρακλείου «Θεοτοκόπουλος» Ηράκλειο

1963

Γκαλερί Ζυγός Αθήνα

1961

Γκαλερί Ζυγός Αθήνα

1961

Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

1961

Γκαλερί Ζήτα-Μι Αθήνα

1960

Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο Σχολών Δοξιάδη Αθήνα

1959

Αίθουσα Αρμός Αθήνα

1958

Γκαλερί Ζυγός Αθήνα

1958

Αίθουσα Αρμός Αθήνα

1948

Αίθουσα Ρόμβος Αθήνα

Κείμενο

«Η ζωγραφική είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο»˙ «ό,τι δεν είναι ορατό δεν ενδιαφέρει τον ζωγράφο». Ο Παναγιώτης Τέτσης θα προσυπέγραφε χωρίς δισταγμό τις αξιωματικές διακηρύξεις του Αλμπέρτι, που εγκαινιάζουν τη νεότερη παράδοση της δυτικής τέχνης από το 1435. Πράγματι ο Τέτσης παραμένει ένας από τους τελευταίους οπαδούς της ζωγραφικής του βλέμματος. Μόνο που το βλέμμα του δεν είναι ούτε αθώο ούτε ακαδημαϊκό. Είναι ένα βλέμμα θρεμμένο από μια μακρά ζωγραφική παράδοση, που ξεκινά από τους μεγάλους Βενετούς του 16ου αιώνα, τον Τιτσιάνο και τον Βερονέζε, περνάει από τον Γκρέκο, τον Ρούμπενς, τον Σαρντέν και τον Ντελακρουά και εκβάλλει στον Ματίς, τον Βουγιάρ, τον Μπονάρ, ακόμη και στον Ρόθκο. Θα το παρατηρήσατε, οι ζωγράφοι που ενοικούν «το φανταστικό μουσείο» του Τέτση είναι όλοι κολορίστες.

Αν ανατρέξουμε στην παράδοση της νεοελληνικής ζωγραφικής, θα διαπιστώσουμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό της δεν είναι το χρώμα. Με μικρά διαλείμματα χρωστικών εκρήξεων, η ελληνική ζωγραφική έδωσε το πρωτείο στην γραμμή και όχι στο χρώμα, επιλέγοντας έτσι ένα πνευματικότερο, πιο διανοητικό διάλογο με τον κόσμο και τα πράγματα, όπως παρατηρούσε εύστοχα σ’ ένα γνωστό άρθρο του ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της γενιάς του 30. Ακριβώς αυτή, η αποκαλούμενη γενιά του ’30, αποκατέστησε την τάξη που είχε διαταράξει η πρώτη γενιά του ελληνικού μοντερνισμού, η καθαρά υπαιθριστική, στις τρεις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Ο Πρώιμος Παρθένης, ο Μαλέας, ο Μιχάλης Οικονόμου, ο Νικόλαος Λύτρας, ο Παπαλουκάς αναμετρήθηκαν με το δυσήνιο ελληνικό φως και μας έδωσαν μια αυθεντική χρωματική σχολή τοπιογραφίας, ακολουθώντας το δίδαγμα του Σεζάν και του Μεταϊμπρεσιονισμού. Η γενιά του ’30 είναι ασκητικότερη, πιο διανοητική, αν εξαιρέσουμε τον πρώιμο Τσαρούχη και τον Διαμαντόπουλο. Ανάλογες τάσεις παρατηρούμε άλλωστε, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της γενιάς του ’30 είναι η στροφή προς τον ενδημικό ανθρωποκεντρισμό, απ’ όπου έχει προσωρινά αποδράσει η προηγούμενη γενιά. Όχι ότι το τοπίο απουσιάζει παντελώς από τη θεματογραφία των ζωγράφων. Απλώς οι εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 και οι επίγονοί τους στρέφονται προς το αστικό και συχνά το κατοικημένο τοπίο και το ερμηνεύουν μέσα από κώδικες (Βασιλείου, Τσαρούχης, Αστεριάδης, Γ. Μανουσάκης κ.ά.). Η μάχη της πρώτης γενιάς υπαιθριστών να ανακαλύψουν το χρωματικό ιδεόγραμμα του ελληνικού φωτός, σύμφωνα με την ευχή του Περικλή Γιαννόπουλου και της «Ελληνικής Γραμμής» (1903), είναι γι’ αυτούς μακρινή και ξένη. Ο δεύτερος ελληνικός μοντερνισμός της γενιάς του ’30 έχει άλλες ιδεολογικές εμμονές: ν’ αποδείξει το ζωντανό και «μοντέρνο» δίδαγμα της παράδοσης, που ξεκινά από το Βυζάντιο και φτάνει ως τη λαϊκή τέχνη, τον Θεόφιλο και τον Καραγκιόζη. Παράδοση και μοντέρνα τέχνη λειτούργησαν για τους εκπροσώπους της γενιάς του ’30 σαν αμφίδρομοι καταλύτες. Καθεμιά ξεχωριστά βοήθησε για την κατανόηση, την επανεκτίμηση ή την οικειοποίηση της άλλης.

Ο Παναγιώτης Τέτσης ωριμάζει στην δεκαετία του ’50. Ήδη τα αφηρημένα ρεύματα έχουν αρχίσει να διεισδύουν και να επιβάλλονται στην Ελλάδα (Κοντόπουλοε, Μάρθας, Σπυρόπουλος). Ο Τέτσης είναι ομήλικος με τη γενιά της επανάστασης, με τη γενιά των «πατροκτόνων». Ομαδική έξοδος από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, απόρριψη όλων των παραδόσεων, και της παλιότερης και της πιο πρόσφατης. Η Σχολή Καλών Τεχνών είναι για τους επαναστάτες το προπύργιο του ακαδημαϊσμού και της συντήρησης. Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς θα μεταναστεύσουν στα μεγάλα κέντρα της καλλιτεχνικής ζωής σε Ευρώπη και Αμερική και θα συμπράξουν ενεργά και γόνιμα με τα ανατρεπτικά ρεύματα της εποχής! Κεσσανλής, Κανιάρης, Τσόκλης, Δανιήλ, Κουλεντιανός, Takis κ.ά.

Ο Τέτσης δεν συμμερίζεται ούτε την οργή ούτε την αμφισβήτηση, ούτε την απόρριψη. Με σεβασμό μιλάει για τους δασκάλους του, με νηφαλιότητα αποτιμά τις κατακτήσεις των πρεσβυτέρων ομοτέχνων του και κυρίως, παρά την κατίσχυση των ανεικονικών ρευμάτων σε Ευρώπη και Αμερική, εκείνος επιμένει να υπηρετεί μια ζωγραφική του βλέμματος, προβάλλοντας «μια αντίσταση σαφή και ενσυνείδητη κατά της αφηρημένης τέχνης». Αυτά παρατηρούσε ο Άγγελος Προκοπίου στην εγκωμιαστική κριτική που αφιέρωσε στην έκθεση του νέου ζωγράφου στην Γκαλερί Ζυγός το 1958, αμέσως μετά την επιστροφή του από το Παρίσι («Καθημερινή» 2/3/1958).

Σ’ αυτή την αντίσταση, σ’ αυτή του την εμμονή να ζωγραφίζει ό,τι βλέπει, να γυμνάζει καθημερινά το βλέμμα του, ν’ αναζητεί αδιάκοπα τρόπους να μεταφράσει με χρώματα τη συνομιλία του φωτός με τον κόσμο, σ’ αυτή την επιούσια και αδιάκοπα ανανεούμενη πάλη οφείλει η ζωγραφική του Τέτση τη μοναδικότητά της. Γιατί αυτός ο διάλογος δεν ήταν ούτε χωρίς δυσκολίες ούτε χωρίς κινδύνους. Οι όροι που έθετε ο ίδιος ο καλλιτέχνης στον εαυτό του καθιστούσαν την έκβαση τυο διαλόγου αβέβαιη. Ο Τέτσης είναι ζωγράφος της χρωματικής πλησμονής, της ηδονής του χρώματος. Το ελληνικό φως σύμφωνα με το ζωγράφο, «ισοπεδώνει δημοκρατικά» τους τόνους και ξεθωριάζει τα δυνατά χρώματα. Πώς να παραμείνεις πιστός σε δύο αντίπαλες ερωμένες; Στην ζωγραφική του βλέμματος, που έχει ν’ αναμετρηθεί μ’ ένα αμείλικτο φως και στην ζωγραφική του χρώματος, που φιλοδοξεί να διατηρήσει την καθαρότητα και την ένταση του τόνου; Ο ζωγράφος κατάφερε να κερδίσει αυτή τη μάχη. Δημιούργησε έτσι μια ζωγραφική ελληνική, που είναι ταυτόχρονα φωτοτροπική και χρωματική.

Ονόμασα τον Τέτση «ηδονικό Ελπήνορα» της ελληνικής ζωγραφικής. Η ζωγραφική του είναι μαγική, ευφραίνει τα μάτια και την ψυχή και ταυτόχρονα γυμνάζει το βλέμμα μας ν’ αναζητεί την αποκάλυψη μέσα στο ασήμαντο. Πράγματι, πιστός στην παράδοση του μοντέρνου, ο Τέτσης δεν έχει προνομιακά θέματα. Το θέμα είναι γι’ αυτόν απλό ερέθισμα, μοτίβο. Η σύνθεση, πάντα στέρεα οργανωμένη, το πλούσιο χρώμα, το αμίμητο μετιέ του καλού μάστορα, θα μεταβάλουν το πιο ασήμαντο μοτίβο σε αξιομνημόνευτο ζωγραφικό συμβάν. Όλα τα θέματα έχουν τη θέση τους στη ζωγραφική του Τέτση: από ένα απλό κανάτι με πινέλα ακουμπισμένο σ’ ένα τραπεζάκι ως τη γεωμετρία της Ύδρας, την ώρα που την αγκαλιάζει ο πρώτος ήλιος και την αποχαιρετά ο τελευταίος, θωπεύοντάς τη με το μελένιο φως του, και ως Λαϊκή Αγορά της Παρασκευής στην Ξενοκράτους, που θα εμπνεύσει στον ζωγράφο τη μνημειώδη ζωφόρο των πενήντα μέτρων.

Η ζωγραφική του Τέτση δεν είναι με τη δική του αίσθηση, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα το δημιουργικό γίγνεσθαι, την ορατή ποιητική του έργου.

Η ευανάγνωστη αλλά όχι λιγότερο μαγική ποιητική του Τέτση, επιβεβαιώνει αδιάκοπα ότι η ζωγραφική του αφομοίωσε όλες τις κατακτήσεις της τέχνης του αιώνα μας. Γι’ αυτό συχνά το βλέμμα του θεατή ακροβατεί ανάμεσα στην οικεία πραγματικότητα και την αφαίρεση. Το πρόβλημα όμως του ζωγράφου δεν είναι αυτό. Η αληθινή του μέριμνα είναι να ερεθίσει ζωγραφικά, χρωματικά, με μια αμίμητη τεχνική, αλχημεία, κάθε σημείο της ζωγραφικής επιφάνειας και να καταφέρει να μεταδώσει το ίδιο ρίγος και στο βλέμμα που τη διατρέχει. Στην μονογραφία που αφιέρωσα στον Παναγιώτη Τέτση πριν από μια δεκαετία περίπου (έκδοση της Γκαλερί Νέες Μορφές, 1990) προσπάθησα να ανιχνεύσω τους νόμους και τους δρόμους αυτής της αλχημείας. Εδώ, αφήνω αυτό το καθήκον στον αγαπητό συνάδελφο Αντώνη Κωτίδη.

Ο Παναγιώτης Τέτσης, ως επιμελητής του Πολυτεχνείου στην έδρα του Ελεύθερου Σχεδίου, με καθηγητή τον φίλο του Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, ως δάσκαλος στην Σχολή Βακαλό και ως καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μπόρεσε να μεταδώσει το πάθος και τις γνώσεις του σε πολλούς νεότερους καλλιτέχνες. Πολλοί από τους μαθητές του κληρονόμησαν από το δάσκαλο, μαζί με τα μυστικά ενός μετιέ που τείνει να εκλείψει, και την αγάπη στην ζωγραφική του βλέμματος. Ίσως αυτή είναι η πιο πολύτιμη υποθήκη του δασκάλου σε μια εποχή που το βλέμμα κινδυνεύει να γίνει ατροφικό, να μεταβληθεί σε παθητικό καταναλωτή τηλεοπτικών εικόνων.

Η αναδρομική έκθεση του Παναγιώτη Τέτση είχε αποφασιστεί ομόφωνα από καιρό ως ελάχιστος φόρος τιμής σ’ έναν άξιο και καταξιωμένο καλλιτέχνη, πολύ πριν εκείνος ανακοινώσει τη γενναιόδωρη προσφορά του προς την Εθνική Πινακοθήκη: εβδομήντα πέντε έργα και πενήντα χαρακτικά, το άνθος της δημιουργίας του, από τα πρώτα φανερώματα του ταλέντου του ως τα πιο πρόσφατα έργα του, προσφέρθηκαν απλόχερα και χωρίς δεσμευτικούς όρους στο μουσείο μας. Η χαρά και η ευγνωμοσύνη μας είναι απέραντες γι’ αυτή την πολύτιμη παρακαταθήκη που ανήκει πλέον στον ελληνικό λαό. Η Εθνική Πινακοθήκη αναλαμβάνει την ευθύνη να τη διαφυλάξει με στοργή και να την αξιοποιήσει.

 

Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα
Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης
Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου
* Από τον κατάλογο της αναδρομικής έκθεσης του Παναγιώτη Τέτση στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα, 1999.