Γεννήθηκε στην Ύδρα το 1925 και πέθανε στην Αθήνα το 2016. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά το 1937, επέστρεφε όμως κάθε καλοκαίρι στην Ύδρα, όπου άρχισε να ζωγραφίζει. Εκεί συνάντησε τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Δημήτρη Πικιώνη, που τους θεωρούσε, έμμεσα, δασκάλους του. Το 1940 πήρε τα πρώτα μαθήματα Ζωγραφικής από τον Klaus Frieslander και, στη συνέχεια, σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. (1943-1949). Ένα χρόνο πριν αποφοιτήσει, πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση (1948, Ρόμβος). Το 1951 ξεκίνησε και τη διδακτική του δραστηριότητα, ως επιμελητής στην έδρα Ελεύθερου Σχεδίου στο Ε.Μ.Π., με καθηγητή τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι (1953-56), όπου μεταξύ άλλων παρακολούθησε μαθήματα Χαλκογραφίας με τον Edward Goerg στην École des Beaux-Arts. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έζησε και εργάστηκε μέχρι τον θάνατό του, μοιράζοντας τον ελεύθερο χρόνο του ανάμεσα στη Σίφνο και την Ύδρα. Δίδαξε στo Τμήμα Σχεδιαστών του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου (1959-1962) και υπήρξε συνιδρυτής και δάσκαλος του Ελεύθερου Σπουδαστηρίου Καλών Τεχνών (Σχολή Βακαλό), μαζί με την Ελένη Βακαλό, τον Ασαντούρ Μπαχαριάν και τον Φραντζή Φραντζεσκάκη (1958-1976). Εκλέχτηκε καθηγητής στην Α.Σ.Κ.Τ. της Αθήνας (1976), όπου δίδαξε ως το 1991 (πρύτανης από το 1989). Το 1993 έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1999 τιμήθηκε με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα. Εξέδωσε τέσσερα βιβλία με κείμενά του και δημοσίευσε πολλά άρθρα του στον Τύπο.
Παναγιώτης Τέτσης

Ατομικές εκθέσεις
2016
Νερόμυλος στις πηγές της Κρύας•
Λιβαδειά•
2016
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος•
Αθήνα•
2015
Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη•
Αθήνα•
2014
Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά•
Πειραιάς•
2013
Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ•
Θεσσαλονίκη•
2013
Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου•
Αγρίνιο•
2012
Στέγη Τέχνης και Πολιτισμού Ιδρύματος Λεωνίδα Κ. Μακρή•
Τρίκαλα•
2012
Μουσείο Τεχνών Λουκίας & Μιχαλάκη Ζαμπέλα•
Λευκωσία•
2012
Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ύδρας•
Ύδρα•
2011
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών•
Αθήνα•
2010
Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Παράρτημα Ναυπλίου•
Ναύπλιο•
2010
Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης•
Θεσσαλονίκη•
2010
Γκαλερί Ρωμανού 7•
Θεσσαλονίκη•
2009
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης•
Αθήνα•
2009
Γκαλερί Citronne•
Πόρος•
2008
Παλιό Σχολείο του Κάστρου•
Σίφνος•
2008
Γκαλερί Νέες Μορφές•
Αθήνα•
2007
Μουσείο Χαρακτικής Τάκη Κατσουλίδη•
Μεσσήνη•
2007
Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου•
Αθήνα•
2007
Αρχοντικό Παύλου Κουντουριώτη•
Ύδρα•
2006
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή•
Άνδρος•
2005
Γκαλερί Νέες Μορφές•
Αθήνα•
2003
Istituto degli Innocenti / Salone del Brunelleschi•
Φλωρεντία•
2002
Πινακοθήκη Κυκλάδων•
Ερμούπολη•
2002
Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Παράρτημα Κέρκυρας•
Κέρκυρα•
2001
Γκαλερί Νέες Μορφές•
Αθήνα•
2001
Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, Αίθουσα Λίλιαν Βουδούρη•
Ξάνθη•
1999
Αναδρομική έκθεση•
Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου•
Αθήνα•
1998
Νεώρια•
Παλιό Λιμάνι, Χανιά•
1998
Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας•
Λευκωσία•
1998
Γκαλερί Μιράντα•
Ύδρα•
1998
Γκαλερί Νέες Μορφές•
Αθήνα•
1997
Πολιτιστικό Κέντρο Πατρών του Μ.Ι.Ε.Τ.•
Πάτρα•
1997
Γκαλερί Ειρμός•
Θεσσαλονίκη•
1996
Πινακοθήκη Κυκλάδων•
Σύρος•
1996
Ίδρυμα Ν. & Ε. Πορφυρογένη•
Αγριά, Βόλος•
1996
Αίθουσα Τέχνης «αγκάθι – κartάλος»•
Αθήνα•
1995
Πινακοθήκη Πιερίδη / Αίθουσα Τέχνης Νέες Μορφές•
Αθήνα•
1995
Εκπαιδευτήρια Ελληνογερμανική Αγωγή•
Παλλήνη•
1995
Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου (Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης)•
Ρόδος•
1995
Γκαλερί Ειρμός•
Θεσσαλονίκη•
1994
Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας•
Καλαμάτα•
1994
Αίθουσα Τέχνης «αγκάθι – κartάλος»•
Αθήνα•
1993
Παπαστράτειος Δημοτική Βιβλιοθήκη και Αίθουσα Τέχνης Αγρινίου•
Αθήνα•
1993
Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών•
Πάτρα•
1993
Αίθουσα Τέχνης Artigraf•
Αθήνα•
1992
Πινακοθήκη Πιερίδη•
Γλυφάδα•
1992
Μουσείο Tériade•
Μυτιλήνη•
1992
Κέντρο Τέχνης Artigraf•
Αθήνα•
1992
Γκαλερί Νέες Μορφές•
Αθήνα•
1992
Αίθουσα Τέχνης Αστρολάβος•
Πειραιάς•
1991
Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο•
Θεσσαλονίκη•
1990
Γκαλερί Νέες Μορφές•
Αθήνα•
1990
Αίθουσα Σκουφά•
Αθήνα•
1989
Γκαλερί Μιράντα•
Ύδρα•
1988
Αίθουσα Τέχνης•
Πάτρα•
1988
Αίθουσα Τέχνης Ηρακλείου•
Ηράκλειο•
1988
Αίθουσα εκθέσεων Νικάνθη•
Αθήνα•
1987
Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα•
Αθήνα•
1987
Γκαλερί Νέες Μορφές•
Αθήνα•
1987
Αίθουσα Τέχνης Β. Μυλωνογιάννη•
Χανιά•
1987
Αίθουσα Τέχνης «αγκάθι – κartάλος»•
Αθήνα•
1986
Αίθουσα Τέχνης Υάκινθος•
Κηφισιά•
1986
Αίθουσα Τέχνης Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου •
Γλυφάδα•
1985
Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα•
Λάρισα•
1985
Γκαλερί Ειρμός•
Θεσσαλονίκη•
1985
Γκαλερί Νέες Μορφές•
Αθήνα•
1983
Κεντρικά Γραφεία της Εταιρίας Τσιμέντων ΑΓΕΤ Ηρακλής•
Αθήνα•
1983
Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα•
Αθήνα•
1983
Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου•
Αθήνα•
1982
Πνευματικό Κέντρο Δήμου Π. Φαλήρου•
Π. Φάληρο•
1982
Αίθουσα Τέχνης Υάκινθος•
Κηφισιά•
1981
Χανιά•
1981
Γκαλερί Κίων•
Καβάλα•
1980
Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα•
Αθήνα•
1980
Γκαλερί Ζυγός•
Αθήνα•
1979
Αίθουσα Τέχνη•
Πάτρα•
1978
Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών•
Αθήνα•
1977
Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα / Γκαλερί Νέες Μορφές•
Αθήνα•
1976
Πολιτιστικό Κέντρο Πειραιώς•
Πειραιάς•
1976
Βασιλική Αγίου Μάρκου•
Ηράκλειο•
1975
Γκαλερί Κοχλίας•
Θεσσαλονίκη•
1975
Γκαλερί Νέες Μορφές•
Αθήνα•
1974
Γκαλερί Κοχλίας•
Θεσσαλονίκη•
1973
Κολλέγιο Αθηνών•
Αθήνα•
1972
Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα•
Αθήνα•
1971
Γκαλερί Ζήτα-Μι•
Θεσσαλονίκη•
1970
Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα•
Αθήνα•
1969
Αίθουσα Τέχνης Αθηνών – Χίλτον (Αίθουσα Τέχνης Αθηνών)•
Αθήνα•
1968
Αίθουσα Τέχνης Αθηνών – Χίλτον (Αίθουσα Τέχνης Αθηνών)•
Αθήνα•
1965
Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία «Τέχνη»•
Θεσσαλονίκη•
1965
Αίθουσα Τέχνης Αθηνών – Χίλτον (Αίθουσα Τέχνης Αθηνών)•
Αθήνα•
1964
Αίθουσα Αρχιτεκτονικής•
Αθήνα•
1964
Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο Σχολών Δοξιάδη•
Αθήνα•
1963
Λέσχη Επιστημόνων Ηρακλείου «Θεοτοκόπουλος»•
Ηράκλειο•
1963
Γκαλερί Ζυγός•
Αθήνα•
1961
Γκαλερί Ζυγός•
Αθήνα•
1961
Γκαλερί Ζουμπουλάκη•
Αθήνα•
1961
Γκαλερί Ζήτα-Μι•
Αθήνα•
1960
Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο Σχολών Δοξιάδη•
Αθήνα•
1959
Αίθουσα Αρμός•
Αθήνα•
1958
Γκαλερί Ζυγός•
Αθήνα•
1958
Αίθουσα Αρμός•
Αθήνα•
1948
Αίθουσα Ρόμβος•
Αθήνα•
2016
2016
2015
2014
2013
2013
2012
2012
2012
2011
2010
2010
2010
2009
2009
2008
2008
2007
2007
2007
2006
2005
2003
2002
2002
2001
2001
1999
1998
1998
1998
1998
1997
1997
1996
1996
1996
1995
1995
1995
1995
1994
1994
1993
1993
1993
1992
1992
1992
1992
1992
1991
1990
1990
1989
1988
1988
1988
1987
1987
1987
1987
1986
1986
1985
1985
1985
1983
1983
1983
1982
1982
1981
1981
1980
1980
1979
1978
1977
1976
1976
1975
1975
1974
1973
1972
1971
1970
1969
1968
1965
1965
1964
1964
1963
1963
1961
1961
1961
1960
1959
1958
1958
1948
Κείμενο
«Η ζωγραφική είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο»˙ «ό,τι δεν είναι ορατό δεν ενδιαφέρει τον ζωγράφο». Ο Παναγιώτης Τέτσης θα προσυπέγραφε χωρίς δισταγμό τις αξιωματικές διακηρύξεις του Αλμπέρτι, που εγκαινιάζουν τη νεότερη παράδοση της δυτικής τέχνης από το 1435. Πράγματι ο Τέτσης παραμένει ένας από τους τελευταίους οπαδούς της ζωγραφικής του βλέμματος. Μόνο που το βλέμμα του δεν είναι ούτε αθώο ούτε ακαδημαϊκό. Είναι ένα βλέμμα θρεμμένο από μια μακρά ζωγραφική παράδοση, που ξεκινά από τους μεγάλους Βενετούς του 16ου αιώνα, τον Τιτσιάνο και τον Βερονέζε, περνάει από τον Γκρέκο, τον Ρούμπενς, τον Σαρντέν και τον Ντελακρουά και εκβάλλει στον Ματίς, τον Βουγιάρ, τον Μπονάρ, ακόμη και στον Ρόθκο. Θα το παρατηρήσατε, οι ζωγράφοι που ενοικούν «το φανταστικό μουσείο» του Τέτση είναι όλοι κολορίστες.
Αν ανατρέξουμε στην παράδοση της νεοελληνικής ζωγραφικής, θα διαπιστώσουμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό της δεν είναι το χρώμα. Με μικρά διαλείμματα χρωστικών εκρήξεων, η ελληνική ζωγραφική έδωσε το πρωτείο στην γραμμή και όχι στο χρώμα, επιλέγοντας έτσι ένα πνευματικότερο, πιο διανοητικό διάλογο με τον κόσμο και τα πράγματα, όπως παρατηρούσε εύστοχα σ’ ένα γνωστό άρθρο του ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της γενιάς του 30. Ακριβώς αυτή, η αποκαλούμενη γενιά του ’30, αποκατέστησε την τάξη που είχε διαταράξει η πρώτη γενιά του ελληνικού μοντερνισμού, η καθαρά υπαιθριστική, στις τρεις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Ο Πρώιμος Παρθένης, ο Μαλέας, ο Μιχάλης Οικονόμου, ο Νικόλαος Λύτρας, ο Παπαλουκάς αναμετρήθηκαν με το δυσήνιο ελληνικό φως και μας έδωσαν μια αυθεντική χρωματική σχολή τοπιογραφίας, ακολουθώντας το δίδαγμα του Σεζάν και του Μεταϊμπρεσιονισμού. Η γενιά του ’30 είναι ασκητικότερη, πιο διανοητική, αν εξαιρέσουμε τον πρώιμο Τσαρούχη και τον Διαμαντόπουλο. Ανάλογες τάσεις παρατηρούμε άλλωστε, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της γενιάς του ’30 είναι η στροφή προς τον ενδημικό ανθρωποκεντρισμό, απ’ όπου έχει προσωρινά αποδράσει η προηγούμενη γενιά. Όχι ότι το τοπίο απουσιάζει παντελώς από τη θεματογραφία των ζωγράφων. Απλώς οι εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 και οι επίγονοί τους στρέφονται προς το αστικό και συχνά το κατοικημένο τοπίο και το ερμηνεύουν μέσα από κώδικες (Βασιλείου, Τσαρούχης, Αστεριάδης, Γ. Μανουσάκης κ.ά.). Η μάχη της πρώτης γενιάς υπαιθριστών να ανακαλύψουν το χρωματικό ιδεόγραμμα του ελληνικού φωτός, σύμφωνα με την ευχή του Περικλή Γιαννόπουλου και της «Ελληνικής Γραμμής» (1903), είναι γι’ αυτούς μακρινή και ξένη. Ο δεύτερος ελληνικός μοντερνισμός της γενιάς του ’30 έχει άλλες ιδεολογικές εμμονές: ν’ αποδείξει το ζωντανό και «μοντέρνο» δίδαγμα της παράδοσης, που ξεκινά από το Βυζάντιο και φτάνει ως τη λαϊκή τέχνη, τον Θεόφιλο και τον Καραγκιόζη. Παράδοση και μοντέρνα τέχνη λειτούργησαν για τους εκπροσώπους της γενιάς του ’30 σαν αμφίδρομοι καταλύτες. Καθεμιά ξεχωριστά βοήθησε για την κατανόηση, την επανεκτίμηση ή την οικειοποίηση της άλλης.
Ο Παναγιώτης Τέτσης ωριμάζει στην δεκαετία του ’50. Ήδη τα αφηρημένα ρεύματα έχουν αρχίσει να διεισδύουν και να επιβάλλονται στην Ελλάδα (Κοντόπουλοε, Μάρθας, Σπυρόπουλος). Ο Τέτσης είναι ομήλικος με τη γενιά της επανάστασης, με τη γενιά των «πατροκτόνων». Ομαδική έξοδος από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, απόρριψη όλων των παραδόσεων, και της παλιότερης και της πιο πρόσφατης. Η Σχολή Καλών Τεχνών είναι για τους επαναστάτες το προπύργιο του ακαδημαϊσμού και της συντήρησης. Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς θα μεταναστεύσουν στα μεγάλα κέντρα της καλλιτεχνικής ζωής σε Ευρώπη και Αμερική και θα συμπράξουν ενεργά και γόνιμα με τα ανατρεπτικά ρεύματα της εποχής! Κεσσανλής, Κανιάρης, Τσόκλης, Δανιήλ, Κουλεντιανός, Takis κ.ά.
Ο Τέτσης δεν συμμερίζεται ούτε την οργή ούτε την αμφισβήτηση, ούτε την απόρριψη. Με σεβασμό μιλάει για τους δασκάλους του, με νηφαλιότητα αποτιμά τις κατακτήσεις των πρεσβυτέρων ομοτέχνων του και κυρίως, παρά την κατίσχυση των ανεικονικών ρευμάτων σε Ευρώπη και Αμερική, εκείνος επιμένει να υπηρετεί μια ζωγραφική του βλέμματος, προβάλλοντας «μια αντίσταση σαφή και ενσυνείδητη κατά της αφηρημένης τέχνης». Αυτά παρατηρούσε ο Άγγελος Προκοπίου στην εγκωμιαστική κριτική που αφιέρωσε στην έκθεση του νέου ζωγράφου στην Γκαλερί Ζυγός το 1958, αμέσως μετά την επιστροφή του από το Παρίσι («Καθημερινή» 2/3/1958).
Σ’ αυτή την αντίσταση, σ’ αυτή του την εμμονή να ζωγραφίζει ό,τι βλέπει, να γυμνάζει καθημερινά το βλέμμα του, ν’ αναζητεί αδιάκοπα τρόπους να μεταφράσει με χρώματα τη συνομιλία του φωτός με τον κόσμο, σ’ αυτή την επιούσια και αδιάκοπα ανανεούμενη πάλη οφείλει η ζωγραφική του Τέτση τη μοναδικότητά της. Γιατί αυτός ο διάλογος δεν ήταν ούτε χωρίς δυσκολίες ούτε χωρίς κινδύνους. Οι όροι που έθετε ο ίδιος ο καλλιτέχνης στον εαυτό του καθιστούσαν την έκβαση τυο διαλόγου αβέβαιη. Ο Τέτσης είναι ζωγράφος της χρωματικής πλησμονής, της ηδονής του χρώματος. Το ελληνικό φως σύμφωνα με το ζωγράφο, «ισοπεδώνει δημοκρατικά» τους τόνους και ξεθωριάζει τα δυνατά χρώματα. Πώς να παραμείνεις πιστός σε δύο αντίπαλες ερωμένες; Στην ζωγραφική του βλέμματος, που έχει ν’ αναμετρηθεί μ’ ένα αμείλικτο φως και στην ζωγραφική του χρώματος, που φιλοδοξεί να διατηρήσει την καθαρότητα και την ένταση του τόνου; Ο ζωγράφος κατάφερε να κερδίσει αυτή τη μάχη. Δημιούργησε έτσι μια ζωγραφική ελληνική, που είναι ταυτόχρονα φωτοτροπική και χρωματική.
Ονόμασα τον Τέτση «ηδονικό Ελπήνορα» της ελληνικής ζωγραφικής. Η ζωγραφική του είναι μαγική, ευφραίνει τα μάτια και την ψυχή και ταυτόχρονα γυμνάζει το βλέμμα μας ν’ αναζητεί την αποκάλυψη μέσα στο ασήμαντο. Πράγματι, πιστός στην παράδοση του μοντέρνου, ο Τέτσης δεν έχει προνομιακά θέματα. Το θέμα είναι γι’ αυτόν απλό ερέθισμα, μοτίβο. Η σύνθεση, πάντα στέρεα οργανωμένη, το πλούσιο χρώμα, το αμίμητο μετιέ του καλού μάστορα, θα μεταβάλουν το πιο ασήμαντο μοτίβο σε αξιομνημόνευτο ζωγραφικό συμβάν. Όλα τα θέματα έχουν τη θέση τους στη ζωγραφική του Τέτση: από ένα απλό κανάτι με πινέλα ακουμπισμένο σ’ ένα τραπεζάκι ως τη γεωμετρία της Ύδρας, την ώρα που την αγκαλιάζει ο πρώτος ήλιος και την αποχαιρετά ο τελευταίος, θωπεύοντάς τη με το μελένιο φως του, και ως Λαϊκή Αγορά της Παρασκευής στην Ξενοκράτους, που θα εμπνεύσει στον ζωγράφο τη μνημειώδη ζωφόρο των πενήντα μέτρων.
Η ζωγραφική του Τέτση δεν είναι με τη δική του αίσθηση, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα το δημιουργικό γίγνεσθαι, την ορατή ποιητική του έργου.
Η ευανάγνωστη αλλά όχι λιγότερο μαγική ποιητική του Τέτση, επιβεβαιώνει αδιάκοπα ότι η ζωγραφική του αφομοίωσε όλες τις κατακτήσεις της τέχνης του αιώνα μας. Γι’ αυτό συχνά το βλέμμα του θεατή ακροβατεί ανάμεσα στην οικεία πραγματικότητα και την αφαίρεση. Το πρόβλημα όμως του ζωγράφου δεν είναι αυτό. Η αληθινή του μέριμνα είναι να ερεθίσει ζωγραφικά, χρωματικά, με μια αμίμητη τεχνική, αλχημεία, κάθε σημείο της ζωγραφικής επιφάνειας και να καταφέρει να μεταδώσει το ίδιο ρίγος και στο βλέμμα που τη διατρέχει. Στην μονογραφία που αφιέρωσα στον Παναγιώτη Τέτση πριν από μια δεκαετία περίπου (έκδοση της Γκαλερί Νέες Μορφές, 1990) προσπάθησα να ανιχνεύσω τους νόμους και τους δρόμους αυτής της αλχημείας. Εδώ, αφήνω αυτό το καθήκον στον αγαπητό συνάδελφο Αντώνη Κωτίδη.
Ο Παναγιώτης Τέτσης, ως επιμελητής του Πολυτεχνείου στην έδρα του Ελεύθερου Σχεδίου, με καθηγητή τον φίλο του Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, ως δάσκαλος στην Σχολή Βακαλό και ως καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μπόρεσε να μεταδώσει το πάθος και τις γνώσεις του σε πολλούς νεότερους καλλιτέχνες. Πολλοί από τους μαθητές του κληρονόμησαν από το δάσκαλο, μαζί με τα μυστικά ενός μετιέ που τείνει να εκλείψει, και την αγάπη στην ζωγραφική του βλέμματος. Ίσως αυτή είναι η πιο πολύτιμη υποθήκη του δασκάλου σε μια εποχή που το βλέμμα κινδυνεύει να γίνει ατροφικό, να μεταβληθεί σε παθητικό καταναλωτή τηλεοπτικών εικόνων.
Η αναδρομική έκθεση του Παναγιώτη Τέτση είχε αποφασιστεί ομόφωνα από καιρό ως ελάχιστος φόρος τιμής σ’ έναν άξιο και καταξιωμένο καλλιτέχνη, πολύ πριν εκείνος ανακοινώσει τη γενναιόδωρη προσφορά του προς την Εθνική Πινακοθήκη: εβδομήντα πέντε έργα και πενήντα χαρακτικά, το άνθος της δημιουργίας του, από τα πρώτα φανερώματα του ταλέντου του ως τα πιο πρόσφατα έργα του, προσφέρθηκαν απλόχερα και χωρίς δεσμευτικούς όρους στο μουσείο μας. Η χαρά και η ευγνωμοσύνη μας είναι απέραντες γι’ αυτή την πολύτιμη παρακαταθήκη που ανήκει πλέον στον ελληνικό λαό. Η Εθνική Πινακοθήκη αναλαμβάνει την ευθύνη να τη διαφυλάξει με στοργή και να την αξιοποιήσει.
Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου