Γιάννης Τσαρούχης

Τσαρούχης Γιάννης
© Αρχείο Ινστιτούτου Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης

Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910 και πέθανε στην Αθήνα το 1989. Σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. (1928-1933) με καθηγητές τον Σπύρο Βικάτο και τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Κοντά στον Φώτη Κόντογλου μυήθηκε στη βυζαντινή τέχνη (1931-1934). Γνώρισε επίσης το έργο του Θεόφιλου. Στο διάστημα του μεσοπολέμου ταξίδεψε στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη και στο Παρίσι, όπου εξοικειώθηκε με τον ιμπρεσιονισμό, τον κυβισμό, τον σουρεαλισμό. Το 1940 επέστρεψε στην Ελλάδα και υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ομάδας Αρμός. Συνεργάστηκε με τη γκαλερί Iolas της Νέας Υόρκης (1953-1957), ενώ το διάστημα 1967-1980 βρισκόταν εγκαταστημένος στο Παρίσι. Το 1982 παρουσίασε την προσωπική του συλλογή, την οποία και δώρισε στο ίδρυμα που φέρει το όνομά του και στεγάζεται στο σπίτι του στο Μαρούσι. Συμμετείχε σε πολλές ομαδικές εκθέσεις και διεθνείς διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων και η Μπιενάλε της Βενετίας (συμμετείχε το 1958 μαζί με τον Γιάννη Μόραλη και τον Αντώνη Σώχο). Σχεδίασε σκηνικά και κοστούμια, συνεργαζόμενος με το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης, τη Σκάλα του Μιλάνου, την Όπερα του Ντάλλας, το Θέατρο Olimpico της Vicenza, το Covent Garden του Λονδίνου. Συνεργάστηκε επίσης με τον Jules Dassin και τον Μιχάλη Κακογιάννη σε κινηματογραφικές ταινίες. Ασχολήθηκε με την υφαντική (βραβεύτηκε για σχέδιο χαλιού το 1931). Έγραψε επανειλημμένα άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά (κυκλοφορούν σε βιβλία) και εικονογράφησε αρκετές εκδόσεις (ποιητικές συλλογές του Γ. Σεφέρη, του Ο. Ελύτη κ.ά.). Το 1981 ίδρυσε στο σπίτι του στο Μαρούσι το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, το οποίο εγκαινίασε το 1982 ως Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη.

'Εργα

Ατομικές εκθέσεις

2024

Γιάννης Τσαρούχης: Ήμουν και έμεινα ένας ερευνητής και ένας μαθητής Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη Αθήνα

2016

Γιάννης Τσαρούχης: Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας (Μέρος Β´) Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138) Αθήνα

2013

Γιάννης Τσαρούχης: Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας (Μέρος Α´) Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138) Αθήνα

2012

Γιάννης Τσαρούχης: Μελέτες για 17 θέματα Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138) Αθήνα

2009

Γιάννης Τσαρούχης 1910-1989 Aναδρομική έκθεση Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138) Αθήνα

2007

Διαδρομές Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη Μαρούσι

2003

Σπουδές και Παραλλαγές Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη Μαρούσι

2000

Ζωγραφική και Θέατρο – Δρόμοι Παράλληλοι Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη Μαρούσι

2000

Γιάννης Τσαρούχης. Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση: Επιλογές από τη Συλλογή του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη πρώην εργοστάσιο Φιξ Αθήνα (επιμέλεια: Άννα Καφέτση)

1987

Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Αθήνα

1982

Ζεϊμπέκικα Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

1981

Αναδρομική έκθεση Γιάννη Τσαρούχη, 1928-1981 Aναδρομική έκθεση Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη (επιμέλεια: Αλέξανδρος Ξύδης, διοργάνωση: Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης [MOMus – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης]),

1980

Οι Μήνες και οι Εποχές Αίθουσα Τέχνης Αθηνών Αθήνα

1980

FIAC Grand Palais Παρίσι (Galleria Il Gabbiano)

1978

Γκαλερί Ζυγός Αθήνα

1975

Galleria Forni Bologna

1974

Galleria Il Gabbiano Ρώμη

1972

Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

1966

Aναδρομική έκθεση Γκαλερί Άστορ Αθήνα

1966

Γκαλερί Μέρλιν Αθήνα

1965

Παντοπωλείο Μεζίκη Αθήνα

1961

Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

1953

Γκαλερί Payne Αθήνα

1952

Aναδρομική έκθεση Βρετανικό Συμβούλιο Αθήνα

1951

Redfern Gallery Λονδίνο

1951

Galerie d’Art du Faubourg Παρίσι

1946

Γκαλερί Ρόμβος Αθήνα

1938

κατάστημα Θ. Αλεξόπουλου Αθήνα

Κείμενο

Ο θρίαμβος της αισθησιακής ζωγραφικής

Όταν αντικρύζει κανείς το έργον του Γιάννη Τσαρούχη, έχει αμέσως την εντύπωση ότι βλέπει αυτό που ονομάζουμε ελληνική ζωγραφική, περισσότερο παρά σε οποιαδήποτε θεώρηση έργων άλλων Ελλήνων ζωγράφων, με μοναδική εξαίρεση το έργον του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ.

Είναι αλήθεια καταπληκτική η «ελληνικότης» του έργου του Τσαρούχη. Θα ήτο όμως λάθος να τοποθετήσουμε τον καλλιτέχνην αυτόν σε βάθρο αποκλειστικά εθνικό, και να αξιολογήσουμε την τέχνη του με τα κριτήρια της σχετικότητας, τα εκτεινόμενα στον χώρο που περιλαμβάνεται συνήθως μόνο στα πλαίσια της ελληνικής ζωγραφικής. Διότι ο Τσαρούχης δεν είναι ένας ζωγράφος, που μόνο στη χώρα του μπορεί να θεωρηθεί ως ξεχωριστός, μα ένας από τους λίγους Έλληνας, που έχει να παρουσιάση τάλαντον, τοιαύτης εντάσεως, ποιότητος και πρωτοτυπίας, που ασφαλώς θα έπρεπε να τον είχαμε κατατάξει από ενωρίς στην πλειάδα εκείνη των τηλαυγών ζωγραφικών αστέρων, που με εξαίσιαν λαμπρότητα φωτίζουν το παγκόσμιον στερέωμα της τέχνης και αναγνωρίζονται παντού ως άστρα πρώτου μεγέθους.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία που μπορεί κανείς να διακρίνει αμέσως και πριν από πολλές άλλες ιδιομορφίες της τέχνης του, είναι η αλήθεια εκάστης παραστάσεως στα έργα του. Σπανίως βλέπει ο μύστης της ζωγραφικής τόσην αλήθειαν, από την οποία μάλιστα να λείπει σε τέτοιο βαθμό η ρητορική, ο στόμφος ή η μελοδραματική έμφασις. Η αλήθεια στα έργα του Τσαρούχη, είναι απόλυτα αντικειμενική και οργανική έστω και αν η συγκίνησις που τον ωθεί στην προβολή της, είναι πάντοτε βαθύτατα υποκειμενική. Είναι μια λαγαρή αλήθεια, εκρηκτική, κεραυνοβόλος, μια αλήθεια ολόστομη και τόσον πλήρης, τόσον ανεπηρέαστη από οιονδήποτε δογματικόν στοιχείον, από αρχάς σχολών, ή από κατηγορικάς επιταγάςτης ηθικής ή της αισθητικής, που νομίζει κανείς ότι και τα πιο «ντυμένα» είδωλα στην ζωγραφική αυτού του καλλιτέχνη, είναι, πάντα, τελείως γυμνά. Μια αλήθεια, όχι βραδυφλεγής της σκέψεως, ή της εγκεφαλικής επεξεργασίας, αλλά μια αλήθεια εναργέστατα άμεσος και αποκαλυπτική, που απορρέει, κατά τον πλέον αδιάβλητον τρόπον, από την δύναμιν και την έντασιν των αείποτε εν εγρηγόρσει τελουσών αισθήσεων του ζωγράφου, διά να καταλήξει εις την γοητείαν εκείνην, που παραμένει πάντοτε τελείως ξένη προς κάθε μούχρωμα ή ρομαντισμόν, προς κάθε υπονοούμενον, προς κάθε φενάκην.

Ένα άλλο στοιχείον άκρως χαρακτηριστικόν και θα προσθέσω βαθύτατα συγκλονιστικόν στο έργον του Τσαρούχη, είναι η σφύζουσα ηδονικότης των χρωμάτων. Θα έλεγα μάλιστα, ότι υπάρχει μέσα στον καλλιτέχνη a priori ως ηδονή – τουτέστιν και πριν χυθεί το χρώμα επάνω στον μουσαμά, και πριν πάρει την πλαστική του μορφή, στο τελειωμένο έργο. Πάλλεται και δονείται σαν να εκπέμπεται από ισχυρόν πομπόν μεγάλης εμβέλειας, και εκτοξεύεται και ακτινοβολεί με τόσης λαμπρότητα και καταπληκτικήν δύναμιν, που ημπορεί να προκαλέσει και πριν γίνει ακόμη εικών, και ως σκέτη ύλη ακόμη, ισχυροτάτους κραδασμούς των αισθήσεων. Όσον όμως και αν είναι ηδονικόν στοιχείον, εις όλα του τα συστατικά του το χρώμα του Τσαρούχη, περιέχει εν τω άμα, μίαν πνευματικότητα και θα έλεγα και μίαν πτητικότητα λυρικήν, που δεν ευρίσκει κανείς πάντοτε εις τους γνησίους, όσον ο καλλιτέχνης αυτός, αισθησιακούς ζωγράφους. Και τούτο αποτελεί εν επί πλέον θεμελιώδες γνώρισμα του Τσαρούχη και υπάρχει εις τα έργα του τόσον πολύ, ώστε, και εκεί ακόμη που θα απέκλειε κανείς την δυνατότητα να υπάρξει πνευματικότης, να την ευρίσκει εν τούτοις, πάντοτε, ο φίλος της ζωγραφικής του, συνυφασμένην με την σφύζουσα ηδονικότητα των χρωμάτων του, εις μίαν ενότητα τόσον μεγάλην, ώστε ύλη και πνεύμα, χρώμα και ηδονή, ν’ αποτελούν, εν τέλει, εις το έργον του Τσαρούχη, εν ενιαίον και αδιαίρετον στοιχείον, κεφαλαιώδες και πρωταρχικόν.

Τρίτον γνώρισμα χαρακτηριστικόν της τέχνης του Τσαρούχη, είναι η τελεία αρμονία των χρωμάτων του. Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι η πλήρης αρμονία, είναι μία ανάγκη επιτακτική, όχι τόσον της διανοίας του, όσον της ιδιοσυγκρασίας του, ένας όρος sine qua non των ορμεμφύτων του, στην ολοκλήρωσι του έργου του. Άνευ αυτής της πληρότητος, δεν θα μπορούσε ο Τσαρούχης να ικανοποιηθεί, και εάν ακόμη, από πάσης άλλης απόψεως, οι πίνακές του ήσαν για πολλούς άλλους ζωγράφους και φίλους της ζωγραφικής, έργα λαμπρά και ωραία.

Μορφολογικώς, το έργον του Γιάννη Τσαρούχη, έχει ως έδαφος την καθημερινότητα. Επ’ αυτής στηρίζεται και αναπτύσσεται. Αλλά ποια είναι αυτή η καθημερινότης; Βεβαίως όχι η καθημερινή ανιαρά banalité. Ούτε η τυποποιημένη και κολακεύουσα πάσαν ηθογραφική πεζότης, ή η ψευδοποιητικότης των ανεδαφικών γραφικοτήτων. Η καθημερινότης στο έργον του Τσαρούχη, είναι ένα φαινόμενον λειτουργίας φυσικής, οργανικής, που συνιστάται εξ ίσου στον απλούστατο άνθρωπο, όσο και στους διαλεκτικούς και επιφανείς. Είναι ο πηλός από τον οποίον πλάθονται τα ταπεινότερα μικροαντικείμενα και τα πιο μεγαλειώδη και αριστοτεχνικά γλυπτά, ένα είδος υλικού εμπνεύσεως και δημιουργίας, που υπάρχει παντού για τον ζωγράφο, όπως και για τον φωτογράφο, φθάνει να αξιοποιεί ο ζωγράφος ή ο φωτογράφος, μέσα από την μάζα των ορατών στοιχείων, σε συγκεκριμένην εικόνα το υλικό αυτό, κατά τρόπον που να αποτελεί, εν τέλει, και άσχετα ακόμη από το θέμα, έναν κόσμο αυτόνομο και πλήρη. Στην ζωγραφική του Τσαρούχη δεν υπάρχει τίποτε που να είναι γι’αυτόν στόχος ή επιδίωξις σκέτου ρεαλισμού, αστικού ή προλεταριακού, ή νατουραλιστική σκηνοθεσία. Ποτέ. Τουναντίον, από το ίδιο υλικό, από το οποίον άλλοι κατασκευάζουν στεγνές μορφές ή ευτελή στολίδια, που δεν ξεπερνούν ποτέ το συμβατικό περίγραμμά των, ο Γιάννης Τσαρούχης ενορχηστρώνει χρωματικές συμφωνίες, που αποκορυφώνονται σε μικρές ή τεράστιες αυνθέσεις, οι οποίες έχουν τη συνταρακτικήν υποβλητικότητα των ορατορίων και την στιλπνήν γοητείαν των μύθων της προσωπικής μυθολογίας του ζωγράφου· όλα αυτά μέσα στην πιο εκθαμβωτικήν φωτοχυσίαν της πλήρους μεσημβρίας, όλα αυτά μέσα στην δόξα του πιο οργιαστικού ελληνικού φωτός.

Ιδού γιατί οι πίνακες του Τσαρούχη, οι εκ πρώτης όψεως τόσον ρεαλιστικοί, αποτελούν, εν τέλει, μέσα από την πιο άμεση καθημερινότητά των, ουχί απλήν αντιγραφήν της φύσεως ή των ανθρώπων, μα επιτεύγματα κλασικά, που ισοδυναμούν με τέλεσιν μυστηρίων, εις τα οποία συνυφαίνεται με την πλέον ζωηράν αισθησιακήν διέγερσιν, και η πνευματική έξαρσις και ενάργεια μιας διανοίας ενσυνειδήτου και ισχυράς, πέραν πάσης καλλιτεχνικής φιλολογίας, πέραν παντός είδους κρυφοψιθυρισμένων «μούπες-σούπα» των σκοτεινών παρασκηνίων της κριτικής και αισθητικής.

 

Ανδρέας Εμπειρίκος

* Από το περιοδικό «Ζυγός», τχ. 72-75, Νοέμβριος 1961-Φεβρουάριος 1962, σελ. 11-12.