Μαριλίτσα Βλαχάκη

Βλαχάκη Μαριλίτσα
© Μπόρις Κιρπότιν

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές τον Γιώργο Μαυροΐδη, τον Γιάννη Μόραλη και τον Δημήτρη Μυταρά (1979-1986). Έχει ασχοληθεί με την εικονογράφηση των βιβλίων «Η πύλη της ξηράς» (Θοδωρής Γκόνης, 1993), «Τ’ απομεινάρια της ευτυχίας» (Francis Scott Fitzgerald, 1994), «Νεανική Φωνή» (Άλκη Ζέη, 1997) και «Κύμινο και κανέλα» (συλλογικό, 1998). Έχει επίσης φιλοτεχνήσει τα εξώφυλλα των βιβλίων «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της», (Άλκη Ζέη, 2008) και «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» (Άλκη Ζέη, 2003). Έργα της βρίσκονται στην Πινακοθήκη Κουβουτσάκη, στο Μουσείο Βορρέ, στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, στην Πινακοθήκη της Βουλής των Ελλήνων καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

'Εργα

Για την τέχνη και για την τέχνη της: Μαριλίτσα Βλαχάκη

Η ζωγράφος Μαριλίτσα Βλαχάκη μιλά για την ανάγκη της να αφηγείται στα πρώιμα έργα της ιστορίες της ανθρώπινης κατάστασης και αναφέρεται στο στοιχείο του παραμυθιού σαν το έναυσμα για τη γέννηση μιας εικόνας. Εξηγεί επίσης γιατί σήμερα την απασχολεί περισσότερο η θεματική της φθοράς και της απώλειας. Εκφράζει την άποψη ότι η ματιά του Σωτήρη Φέλιου μέσα από τη συλλογή του είναι η ίδια η καλή ζωγραφική που έχει συλλέξει, αναφερόμενη ειδικότερα και στην έκθεση της συλλογής στο Μουσείο Μπενάκη το 2009. Τέλος, εξομολογείται ότι για τα ερωτικά έργα της, καθώς και για τα προσχέδιά τους, τα οποία χρονολογούνται στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Συλλογή Σωτήρη Φέλιου λειτουργεί για εκείνη σαν μια κιβωτό που διασώζει την προσωπική και ζωγραφική της ιστορία.

Ατομικές εκθέσεις

2007

Χώρος Τέχνης «24» Αθήνα

2006

Γκαλερί Τζάμια-Κρύσταλλα Χανιά

2004

Γκαλερί Νέες Μορφές Αθήνα

1997

Γκαλερί Νέες Μορφές Αθήνα

1993

Χώρος Τέχνης «24» Αθήνα

1992

Μηλιές Πήλιο

1992

Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα Αθήνα

1987

Γκαλερί Ελένη Κορωναίου Αθήνα

Κείμενο

Η ερμητικότης, η κυκλικότητα και η ομοιομορφία της φύσης, το γεγονός ότι το πιο κρυφό και ανερμήνευτο μέρος της ίσως είναι ο άνθρωπος, εμποδίζουν τα φαινόμενά της να αχθούν σε ύψος αισθητικής συγκινήσεως. Ακόμα και η γλυκύτητα και η τρυφερότητα που ελκύονται από την ένωση των σωμάτων, δεν ανυψούνται. Ίσως ο κυριότερος λόγος γι’ αυτήν την καθήλωση να είναι η μόνιμη απουσία του πλάστη. Δεν βλέπουμε το χέρι που μόχθησε.

Την ίδια αρχέγονη δημιουργία ψηλαφεί το χέρι της Μαριλίτσας Βλαχάκη. Τη φύση και τον γυμνό άνθρωπο. Αίφνης όμως αυτή η αναδημιουργία μάς κάνει να στοχαστούμε και –κυρίως– μας μεταδίδει ψυχικό και πνευματικό ρίγος. Μερίδιο σ’ αυτό έχει η παντελής έλλειψη φιλαρέσκειας, περίπου όπως στον χρηστικό και ανάλαφρο δημώδη τρόπο. Δεν ξέρω αν ο στοχασμός διευρύνει την γνώση μας επί της ουσίας – πάντως οι ευεπίφορες ψυχές πλησιάζουν διά της αναγωγής το θείο. Μάλλον όμως αυτό το ρίγος προσθέτει στην έκφραση του προσώπου, στη βαθύτητα του βλέμματος, στη χροιά της φωνής. Τα ίχνη που αφήνει στο πρόσωπό μας, μας κάνουν πιο αξιοκοινώνητους, μας συμφιλιώνουν και μας ενοποιούν, στον κορμό που θρέφει τα αμέτρητα κλαδιά του διαφορετικού.

Μου αρέσει να σκέφτομαι τα έργα αυτά σε δημόσιους χώρους –όχι κατ’ ανάγκη σε πινακοθήκες–, προσφερόμενα στο βλέμμα του διαβάτη. Ποιο θα είναι άραγε το πρόσωπο του διαβάτη στο βαθύ μέλλον;

 

Σωτήρης Δημητρίου