Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945 όπου και πέθανε το 2008. Με τη Ζωγραφική άρχισε να ασχολείται συστηματικά από το 1968, όταν βρισκόταν στην Αθήνα. Έκτοτε έκανε πολλές ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές. Η τελευταία του έκθεση ήταν στην αίθουσα του Ιανού στη Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβριο του 2008, δύο μήνες πριν από την εκδημία του. Παράλληλα με τη ζωγραφική, ο Γιάννης Ζήκας ασχολήθηκε με την ποίηση και την πεζογραφία. Τα βιβλία που δημοσίευσε είναι: «Θαλάσσιες μεταφορές ο Πήγασος» (1976), «Τα Νερά» (1977) και «Ποιήματα» (2000).
Γιάννης Ζήκας

Κείμενο
Ο Γιάννης Ζήκας ως Γιάννης Ζήκας
Κάποτε, μου διάβαζε ένα ποίημά του, γεμάτο φως και μαστραπάδες χωμάτινους ή γκιούμια μεταλλικά, κι ενώ ήταν χειμώνας καιρός, λουλούδισε αιφνιδίως το φαρδύπλατο εργαστήριό του, ξεχείλισαν πλημμυρίζοντας τον χώρο τα ονειρικά του χρώματα και τα διάφορα άλλα αντικείμενα, ανάκατα με πουλιά πετούμενα, και φτεράκισαν όλα μαζί στη διπλανή οδό, σαν άστρα κατατρεγμένα από δυνάμεις ανεξέλεγκτες. Ναι, έχει πάντα την ευχέρεια ο Γιάννης Ζήκας να διεισδύει από έναν συγκεκριμένο σε άλλους καιρούς, να κατεβάζει από το κεφάλι του κόσμους άρτιους και να τους στήνει στα πόδια τους ολοκληρωμένους (επειδή του έλαχε φύση ιδιαίτερη εκ Θεού). Ευλογημένος από τον Θεό, λοιπόν, δημιουργεί το δικό του στερέωμα, το απολύτως προσωπικό, θέτει καταμεσής του τον πυρσό της ημέρας και ολοτρόγυρα τα ζώδια των αστερισμών και τα άλλα φανερά σημεία της διάνοιάς του. Γενναιόδωρος πάντοτε, πλάθει και ποιεί δίχως σπατάλη. Και δε φιλαργυρεύεται ποτέ χρώματα σχήματα ποιότητες, αλλά οικονομεί κάθε έργο του ξεχωριστά με σύνεση, σαν να λατρεύει εκάστοτε με κάθε δημιουργία του τον Θεό, που εξ όλης της καρδίας του πιστεύει.
Εφημερεύει όταν οι άλλοι νυχτώνονται.
Έχω στον νου μου πάντοτε τα δάκρυά του, όταν μου διάβαζε ποιήματά του, απότοκους χαράς καθόλου φίλαυτης, μα δημιουργικής, γιατί περισσότερο απ’ άλλους γνωρίζει ξεκάθαρα πως, παρ’ ότι το λογικό είναι κοινό σε όλους, ζούνε οι πολλοί σαν να έχουν τη δική τους φρόνηση ο καθένας. Με άλλα λόγια ειπωμένο, ότι τα δημιουργήματά μας οφείλονται στον ένα και μοναδικό Λόγο, και στον Παράκλητο, που σκέπει όλους μας κάτω απ’ τα φτερά του. Γι’ αυτό λέω πως εφημερεύει, όταν οι άλλοι νυχτώνονται, και την ημέρα της όντως κρίσεως περιμένει βέβαιος τη δίκαιη ανταμοιβή κατά το έργο του. Και είναι βέβαιος γιατί δεν παραδόθηκε ποτέ στην αλαζονεία· η αμφιβολία έτρεχε καταπόδι του, Ερινύα του καλού, διαρκώς. Έτσι παρομοίως, όταν η σιωπή περιτρέχει τον κόσμο σφραγίζοντας στόματα, αυτός λαλεί – και στα μέσα του χειμώνα ανθίζει. Επομένως, η τέχνη του μαντεύει, ο τεχνίτης προφητεύει, η τέχνη οδηγεί, ο τεχνίτης εγγυάται. Αντιστρόφως, ο άτεχνος επαίρεται, η τέχνη εκδικείται. Ο άτεχνος εργάζεται στο σκοτάδι, μα το φως τον αποκαλύπτει.
Επιπλέον, κατεβαίνοντας από το ύψος των εφτά ουρανών, το φως αποκαλύπτει επανειλημμένα το σχήμα του όντως ανθρώπου και τις δυνατότητές του. Εκεί, στα χαμηλά, βρήκα τον Γιάννη Ζήκα μετεωρισμένο μια μέρα, ταυτισμένο εντελώς με τον εαυτό του, όταν εικόνιζε μορφές σε τοιχώματα ποικίλα της ανθρώπινης πραγματικότητας, σείοντας τον χρωστήρα του, ον ονειρικό στην υπηρεσία του τέλειου. Έτσι, σταματούσε, σε τόπους ανοίκειους κατά τα άλλα, καράβια, τρένα, αυτοκίνητα, δέντρα κτλ κτλ, κρύβοντας πίσω από κάθε ενέργειά του την εντολή της στέρησης, αρθρωμένη από της αλήθειας τον απόστολο. Η καρποφορία του ήταν και τότε, όπως τώρα, φανερή. Του είπα, «Συνάζεις καρπούς από χωράφια που δεν έσπειρες;». «Όλα τα χωράφια δικά μου είναι», απάντησε. «Στα δέκα τάλαντα που κατέχεις, θα προστεθεί κι ένα άλλο», παρατήρησα. Έκτοτε, ξέρω, τον περιβάλλει τοιχογραφία περιδινούμενη γύρω του ένας κόσμος χρωμάτων. Τον κόσμο εκείνο τον δημιούργησε δουλεύοντας πεισματικά, υποτάζοντας στη θέλησή του εφτά δαιμόνια (την Επανάληψη, την Κουφότητα, την Ικανοποίηση, την Αίσθηση του μοναδικού, την Έμμονη δυσπλασία του νου, την Οίηση και την Περισσολογία).
Ακόμη και σήμερα ο ποιητής και ζωγράφος, οπαδός συνειδητός μιας τέχνης ζώσας, δουλεύοντας συνεχώς ανακαλύπτει ξανά το προσωπικό του ιδίωμα στα όρια της καλλιτεχνικής του απασχόλησης, αιώνιος μαθητής. Ναι, την ανακαλύπτει και σήμερα, όπως και χθες, αυτός ο τρυφερός των αισθημάτων, ο δέσμιος των χρωματικών τόνων, ο πρωτότοκος της τέχνης του, την ανακαλύπτει μαζί με το φοινικούν της δόξας στον ουρανό των πραγμάτων.
Θανάσης Γεωργιάδης Συγγραφέας, ποιητής