Αχιλλέας Παπακώστας

Παπακώστας Αχιλλέας
© Παναγιώτα Σκανδάλη

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης (1988-1989) και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1989-1995) με καθηγητές τον Παναγιώτη Τέτση και τη Ρένα Παπασπύρου. Συνέχισε τις σπουδές του στην École nationale supérieure des Beaux-Arts στο Παρίσι με καθηγητή τον Vladimir Velickovic (1996-1998), με υποτροφία του Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης. Στην Ελλάδα έχει αποσπάσει το 1ο Βραβείο του Ιδρύματος Γιάννη και Ζωής Σπυροπούλου (1995), το Βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» του Υπουργείου Πολιτισμού (1998), το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για νέο ζωγράφο κάτω των 40 ετών (2004), και στη Γαλλία το Grand Ρrix του διαγωνισμού Paul Louis Weiller του Ιnstitut de France (1997). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

'Εργα

Για την τέχνη και για την τέχνη του: Αχιλλέας Παπακώστας

Ο ζωγράφος Αχιλλέας Παπακώστας χαρακτηρίζει την τέχνη σαν μια κιβωτό ενέργειας που εκπέμπει κάθε έργο τέχνης, το οποίο προδίδει τον δημιουργό του και αποτελεί έμβλημα της ανάγκης του για ψυχική επιβίωση. Αναφερόμενος στη δημιουργική διαδικασία που ακολουθεί, όπου κάθε σύνθεση είναι ένα πρόβλημα που απαιτεί λύση, μιλά επίσης για τους λόγους της επιθυμίας του να συντηρεί στα έργα του αξίες του παρελθόντος. Προσδιορίζοντας τη θέση του ανάμεσα στο σύνολο των καλλιτεχνών της Συλλογής Σωτήρη Φέλιου, επισημαίνει τον τόπο και τη λαϊκή παράδοση ως κοινές προσλαμβάνουσες. Μιλώντας, τέλος, για το έργο του Guilty Garden που βρίσκεται στη συλλογή, εξηγεί πώς ο πίνακας αυτός είναι η αφετηρία για την προβληματική των μετέπειτα έργων του, με κοινό αίτημα το αίσθημα της ελευθερίας.

Ατομικές εκθέσεις

2023

Συλλογή Σωτήρη Φέλιου: Αντίστροφος Χώρος 16 Φωκίωνος Νέγρη Αθήνα (επιμέλεια: Ελισάβετ Πλέσσα)

2018

Στα όρια της γραμμής Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο – Καφέ Αθήνα (επιμέλεια: Γιώργος Μυλωνάς)

2010

Ονειροπόληση Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

2008

C.K. Art Gallery (Alpha C.K. Art Gallery) Λευκωσία

2004

Γκαλερί Ζουμπουλάκη Αθήνα

Κείμενο

Αχιλλέας Παπακώστας: Οι μουσικοί ρυθμοί ενός εικαστικού οράματος

Η φύση δεν χαρίζει, δανείζει,
κι όντας αγαθή δίνει σ’ αυτούς
που κάνουνε γενναία χρήση.

William Shakespeare, «Τα Σονέτα, IV»

Ο Oρφισμός στις αρχές του περασμένου αιώνα επιχείρησε να συναρθρώσει τη ζωγραφική με τη μουσική, επιστρατεύοντας τη σαγήνη που ασκούν οι ήχοι της. Θεώρησε ότι η ποιητική τού ρυθμού αναδεικνύει την εικαστική επιφάνεια σε ζωγραφική παρτιτούρα μουσικού ρυθμού που απευθύνεται στην όραση. Τα μάτια ακούνε! Έκτοτε, ελάχιστοι εκμεταλλεύθηκαν συνειδητά τους δρόμους που άνοιξε το ζεύγος του Robert και της Sonia Delaunay στη μοντέρνα ζωγραφική. Ο ζωγράφος Αχιλλέας Παπακώστας (Αθήνα, 1970), ασυνείδητα αλλά εμφανώς το επιχειρεί. Η ζωγραφική του αναδύει ρυθμούς μελωδίας και ηχητικούς κραδασμούς μιας μυστικής αρχιτεκτονικής που απλώνεται στην επιφάνεια της ζωγραφικής του. Μια συγχορδία μυστικών ρυθμών αναδύεται από τους πίνακές του. Ο Παπακώστας θα μπορούσε να είναι μουσικός. Μια επιφάνεια τόσο σοφά οργανωμένη, τόσο προοικονομημένη, λειτουργεί όπως και οι παρτιτούρες του Mozart. Με βάση αυτή την εγκεφαλική εκ των προτέρων καταγραφή της παράστασης, όσο προχωρεί στην αφαιρετικότητα, τόσο η μουσική αρχιτεκτονική αναδεικνύεται σε βασικό συντελεστή της δημιουργίας του.

Οι μορφές του αναδύονται από έναν χώρο απροσδιόριστο, σχεδόν ρευστό και διάφανο που τις κάνει να αστράφτουν σαν πυγολαμπίδες. Οι μορφές του δεν έχουν ογκηρότητα˙ παρουσιάζονται μονοδιάστατες σε ένα χώρο ανοίκειο, αποσπασμένες από τη χρονικότητα του κόσμου μας και ατενίζουν την αιωνιότητα. Ποζάρουν με τα χέρια σταυρωμένα προσπαθώντας να ακινητοποιήσουν τον χρόνο, όπως η σύγχρονη φιγούρα με τα πυκνοπλεγμένα κοτσιδάκια που στέκεται καταπρόσωπο με θράσος ή ακκίζονται ότι τον περιγελούν, όπως η άλλη η ελαφροΐσκιωτη με το ζευγάρι σκύλων που ως λευκή οπτασία υποδύεται τη μοιραία ή εκείνη που παραδοσιακά ντυμένη ισορροπεί εναγώνια στο ολισθηρό παρόν κρατώντας στο χέρι της το αδράχτι της μυθικής Κλωθώς. Είναι οι μορφές μιας νεότητας άδολης και φαινομενικά άτρωτης, που αποπνέουν τη μαγική ποιητικότητα των παιδικών μας χαλκομανιών ή φωτογραφιών επιχρωματισμένων ή τη σαγήνη φιγούρας της τράπουλας. Αυτόν τον ιδιωτικό χρόνο του πεπρωμένου μας, που ως αίσθηση ή ως απώλεια σκαιώς παρεισφρέει επώδυνα μέσα μας, ακινητοποιεί παραμυθητικά ο Αχιλλέας Παπακώστας.

Τα χρώματά του αναπτύσσονται σε αποχρώσεις ιριδίζουσες που παραπέμπουν σε τόνους μουσικούς. Με τρόπο τονικά ευαίσθητο δίνουν στις μορφές την ευθραυστότητα και τη λαμπρότητα πεταλούδας˙ μια ιδιότυπη διαφάνεια σαν χρίσμα πρωινής δροσιάς. Οι εκλάμψεις αναδύονται μέσω της ίδιας της υλικότητας του χρώματος και όχι ως αναπαράσταση αντανακλάσεων φωτός πάνω στις ίδιες τις μορφές. Αυτό το ιδιότυπο φως τούς προσδίδει μια πρόσθετη αίγλη, μια ακτινοβολία σχεδόν υλική, σαν χνούδι ή σαν γύρη. Είναι μια χρωματικότητα μουσικής κλίμακας, που αναδύεται στον ζωγραφικό χώρο αναδιπλώνοντας πολλαπλασιαστικά –σε ένταση και βάθος– τα επίπεδα των συνηχήσεων. Πρόκειται για μια ισορροπία χρωματικά τονική, πλήρη αποχρώσεων σχεδόν προσωπικών – ένα είδος ευρεσιτεχνίας ή μάλλον ειδικής σφραγίδας.

Η σύνθεση της ζωγραφικής του είναι υποδειγματική, αρχιτεκτονικά δομημένη. Αν της λείπει ο όγκος και η τρίτη διάσταση, τούτο αποτελεί το μυστικό κλειδί για το πέρασμα προς την τέταρτη διάσταση: τον χρόνο – τη βάση της μουσικής αλλά και της προσωπικής του ζωγραφικής μουσικότητας.

Εμφανέστερα η ζωγραφική του σύνθεση οργανώνεται σαν μουσική φούγκα, με εσωτερικό ρυθμό και μετρική ισορροπία στα τελευταία έργα του, που εκτέθηκαν με τον τίτλο «Ονειροπόληση». Η ρυθμολογία των γραμμών και η χρωματική του μουσικότητα αναδεικνύονται πλέον σε αυτοτελή καταστατικά στοιχεία του εικαστικού του σύμπαντος. Στη σειρά αυτή ο Αχιλλέας Παπακώστας μορφοποιεί τη ρήση του Herbert Read ότι η τέχνη ήταν πάντοτε αφηρημένη και συμβολική και απευθυνόταν στην ανθρώπινη ευαισθησία μέσω της οργάνωσης οπτικών και χειροπιαστών αισθημάτων. Στα έργα αυτά συνδυάζονται ελεύθερα πλήθος σχηματοποιημένων στοιχείων και η εικόνα αποτελεί την πρόφαση για την ανάπτυξη χρωματικών αρμονιών. Ο κόσμος του πια αποπνέει εμφανέστερα pop διάθεση (αναδύει άρωμα David Hockney), όπου τα νέα ζωγραφικά του ευρήματα αξιοποιούνται αμεσότερα μέσω της ήδη εμπεδωμένης εικαστικής του γλώσσας που συνίσταται στη διαφάνεια και τη ρυθμική τού χρώματος. Η ζωγραφική του γίνεται πλέον αποσπασματική, υπαινικτική, κατ’ επίφαση αφηγηματική, που όμως τον οδηγεί στον ποιητικό κόσμο «ενός τόπου άλλου, που Θεωρίες, και Ρυθμοί, και Γνώσεις κατοικούν». Πρόκειται για «γενναία χρήση» της φύσης, την οποία ο Παπακώστας διατηρεί ζηλότυπα στα μύχια της ζωγραφικής του ψυχής, αλλά που πλέον δεν την προβάλλει άμεσα. Την ανασυντάσσει με τη χρήση των γραμμών και της ρυθμολογίας. Στα έργα της «Ονειροπόλησης» μεγεθύνονται δημιουργικά και επαναδιατυπώνονται αυτόνομα ορισμένα στοιχεία που ενυπήρχαν στα έργα της προηγούμενης περιόδου του είτε ως αυτοτελή αποσπάσματα είτε ως μορφολογικά στοιχεία λειτουργικά ενταγμένα στις μορφές του.

Ο Αχιλλέας Παπακώστας είναι κατά βάση ο ζωγράφος που οδηγεί στα όριά τους τις δυνατότητες που του παρέχει η παραστατικότητα, χωρίς όμως να την παραβλάπτει. Διαφυλάσσει τους ρυθμούς και τις γραμμές της, αισθαντικός και βαθύς, πυκνά ποιητικός, ερμητικός και στις πιο διάφανες αποχρώσεις του, λαμπερός και στους ερεβώδεις του τόνους. Προ πάντων, όμως, αναδεικνύει δοξαστικά τη μουσικότητα του ρυθμού γραμμών και χρωμάτων στο συντακτικό τού ιδιωτικού του εικαστικού οράματος.

 

Νίκος Αλ. Μηλιώνης
* Από το περιοδικό «Νέα Ευθύνη», τεύχος 10, Μάρτιος-Απρίλιος 2012.