
Ο Γιώργος Ρόρρης συνομιλεί με υποψήφιους ζωγράφους στην Εθνική Πινακοθήκη – Παράρτημα Ναυπλίου
Ο Γιώργος Ρόρρης επισκέφθηκε, το Σάββατο 9 Νοεμβρίου, το Παράρτημα Ναυπλίου της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου και συνομίλησε με νέους ανθρώπους που ετοιμάζονται να δώσουν εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών καθώς και με φιλότεχνο κοινό της πόλης του Ναυπλίου.
Ο Γιώργος Ρόρρης, σπουδαστής ακόμα, εντυπωσίασε τον δάσκαλό του Παναγιώτη Τέτση, ο οποίος είχε μιλήσει για το εκχειλίζον ταλέντο» του που αντέχει στη δοκιμασία, στη «βάσανο της αλήθειας». Αυτή η βάσανος της αλήθειας θα τον απασχολήσει σε ολόκληρο το έργο του, στην επίμονη καταγραφή της ανθρώπινης μορφής και της ταυτότητάς της μέσα στον χώρο.
Την αξιόλογη πορεία του κολορίστα Γιώργου Ρόρρη στη ζωγραφική τέχνη, την οποία δεν έπαψε να την τελειοποιεί μελετώντας τους ζωγράφους των μουσείων, μας προσέφερε τη δυνατότητα να τη γνωρίσουμε η τρέχουσα περιοδική έκθεση, με θέμα Σωματογραφίες: Σύγχρονη ελληνική ζωγραφική από τη Συλλογή Σωτήρη Φέλιου, η οποία περιλαμβάνει έργα του, όπως η «Ελισάβετ», από τις πρώτες προσωπογραφίες γυμνών γυναικών, η «Μπλε Αλεξάνδρα», καθώς και μικρότερων διαστάσεων έργα του.
Ο Γιώργος Ρόρρης, στη συζήτηση-διάλεξη, επικεντρώθηκε στα γυμνά πορτρέτα, τα οποία αποτελούν πεδίο διερεύνησης της ζωγραφικής του την τελευταία δεκαπενταετία και τα οποία εντάσσει στον οικείο χώρο του εργαστηρίου του. Απαλλαγμένα από τον κοινωνικό συμβολισμό των ρούχων, καταγράφουν τη συστηματική προσπάθεια του ζωγράφου να αποκαλύψει την αρχική τους ταυτότητα μέσω του βλέμματός του. Η ζωγραφική του αρχίζει από τη στιγμή που το μοντέλο του βρίσκει τη θέση του στο ατελιέ. Ο ζωγραφικός χώρος δεν προκαθορίζεται από το τελάρο. Χτίζεται γύρω από το σώμα, το οποίο διαχέει την αύρα του στον τοίχο και συγχρόνως τα σανίδια του πατώματος προεκτείνονται στον πραγματικό χώρο του θεατή.
Χαρακτηριστικά επισήμανε: «Για να γίνει ένας πίνακας απαιτείται σαγήνη και το έργο είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας λεπτής ισορροπίας μεταξύ του διονυσιακού και του απολλώνιου στοιχείου του ανθρώπου, σύμφωνα με το Nietzsche». Στη συνέχεια ανέδειξε τα στοιχεία της ζωγραφικής του, αναλύοντας τα μορφικά στοιχεία του πίνακα, τα οποία με απαράμιλλη τεχνική μεταφράζουν τη σάρκα της ανθρώπινης μορφής και του χώρου του εργαστηρίου (τοίχος και πάτωμα), σε επάλληλες επικαλύψεις ψυχρών και θερμών τόνων. Το ζωγραφικό έργο κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτά πνοή και έκφραση, η δε ζωγραφική του είναι ένα «παλίμψηστο», δεν είναι παράθεση αλλά δραματική τοποθέτηση των στοιχείων του.
Απευθυνόμενος στους νέους, τόνισε ότι «η ζωγραφική ζητά από τον καλλιτέχνη αφοσίωση, καθημερινή ενασχόληση στο εργαστήριο, πολύωρη αγάπη για τη μοναξιά, τη σιωπή και ταυτόχρονα συνειδητοποίηση ότι τα πάντα εξαρτώνται από το να ενεργοποιηθεί αυτό το πολύτιμο μέλος του σώματος, το χέρι, το οποίο στην σημερινή εποχή τείνει να αδρανήσει».
Για όλους τους συμμετέχοντες στην πολύωρη αυτή συνάντηση με τον καταξιωμένο ζωγράφο, από τους σπουδαιότερους της γενιάς του, η «κατάθεση ψυχής» εκ μέρους του, ήταν μία ιδιαίτερη τιμή, αλλά συγχρόνως όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε από έναν υποψήφιο σπουδαστή, οδηγός στην περαιτέρω πορεία τους.
Λαμπρινή Καρακούρτη-Ορφανοπούλου Eπιμελήτρια της Ε.Π.Μ.Α.Σ. στο Ναύπλιο