Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1957. Από το 1976 έως το 1981 σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές τον Δημήτρη Μυταρά και τον Γιάννη Μόραλη. Συνέχισε τις σπουδές του με την υποτροφία «Σπυρίδων Βικάτος» της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στην École nationale supérieure des Beaux-Arts στο Παρίσι με καθηγητή τον Leonardo Cremonini (1984-1987). Έχει αποσπάσει διάφορα βραβεία ζωγραφικής: Prix de l’Académie de Médicine de France (1987), «The Τrophies of Colour. Τhe Lefranc-Bourgeois National Award for Painting», Lefranc-Bourgeois, Cirque d’Hivers, Παρίσι (1992), Βραβείο Ζωγραφικής της 18ης Μπιενάλε Αλεξανδρείας (1994). Έργα του ανήκουν σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός Ελλάδος. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και στο Παρίσι.
Εδουάρδος Σακαγιάν

Ατομικές εκθέσεις
2024
Οι στέγες του Παρισιού •
Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης•
Θεσσαλονίκη•
2024
Ατομική έκθεση •
Galerie Minsky•
Παρίσι•
2024
Les toits de Paris •
Kalfayan Galleries•
Αθήνα•
2022
Θεατές, κοινό, άσπρος καβαλάρης, όχλος, κοπάδι •
Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ.•
Θεσσαλονίκη•
2021
Spectateurs & Bibelots •
Galerie Minsky•
Παρίσι•
2020
WE •
Kalfayan Galleries•
Αθήνα•
2018
Spectators •
Αναδρομική έκθεση•
Espace Richaud•
Βερσαλίες•
2017
Galerie Minsky•
Παρίσι•
2015
Morfi Gallery•
Λεμεσός•
2013
Galerie Lefor Openo•
Παρίσι•
2013
Kalfayan Galleries•
Αθήνα•
2011
Affordable Art Fair •
Galerie Minsky•
Νέα Υόρκη•
2009
Εδουάρδος Σακαγιάν: Το Βλέμμα του Ζωγράφου •
Μουσείο Φρυσίρα•
Αθήνα•
2008
Θεατές •
Kalfayan Galleries•
Θεσσαλονίκη•
2008
Viennafair 2008•
Βιέννη•
(Kalfayan Galleries)•
2007
Ουτοπίες Παραδείσου •
Kalfayan Galleries•
Αθήνα•
2006
Τοπία και άνθρωποι •
Ελληνογερμανική Aγωγή•
Παλλήνη•
2005
Χώροι με ανθρώπους •
Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης•
Ξάνθη•
(Kalfayan Galleries)•
2005
Γκαλερί Όμικρον•
Λευκωσία•
2005
Kalfayan Galleries•
Θεσσαλονίκη•
2004
Kalfayan Galleries•
Θεσσαλονίκη•
2003
Γκαλερί Ζουμπουλάκη•
Αθήνα•
2002
Γκαλερί Lefor Openo•
Παρίσι•
2001
Γκαλερί Le Point•
Monte Carlo•
1999
Το πλήθος και το παιδί •
Γκαλερί Ζουμπουλάκη•
Αθήνα•
1997
Αίθουσα Τέχνης Τερρακόττα (Γκαλερί TinT)•
Θεσσαλονίκη•
1997
Χώρος Σύγχρονης Τέχνης Αμυμώνη•
Ιωάννινα•
1996
Αίθουσα Τέχνης Β. Μυλωνογιάννη•
Κρήτη•
1996
Le Visage et la Foule •
Γκαλερί Dionne•
Παρίσι•
1995
Γκαλερί Χρύσα•
Κατερίνη•
1995
Γκαλερί Πολύεδρο•
Πάτρα•
1993
Το πλήθος και το παιδί •
Γκαλερί Ζουμπουλάκη•
Αθήνα•
1991
Γκαλερί Arichi•
Παρίσι•
1991
Αίθουσα Τέχνης Τερρακόττα (Γκαλερί TinT)•
Θεσσαλονίκη•
1990
Galerie Eonnet-Dupuy•
Παρίσι•
1990
Δημοτική Πινακοθήκη Καλαμάτας•
Καλαμάτα•
1990
Γκαλερί Ηράκλειο•
Κρήτη•
1990
Γκαλερί Τίρυνς•
Καρδίτσα•
1989
Αίθουσα Τέχνης «αγκάθι – κartάλος»•
Αθήνα•
1988
Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα•
Αθήνα•
1984
Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα•
Αθήνα•
1983
Δημοτική Πινακοθήκη Βουλιαγμένης•
Αθήνα•
2024
2024
2024
2022
2021
2020
2018
2017
2015
2013
2013
2011
2009
2008
2008
2007
2006
2005
2005
2005
2004
2003
2002
2001
1999
1997
1997
1996
1996
1995
1995
1993
1991
1991
1990
1990
1990
1990
1989
1988
1984
1983
Κείμενο
Ο λαβύρινθος των θεατών και το θαύμα των εραστών στο έργο του Εδουάρδου Σακαγιάν
Ο ζωγράφος είναι ένας άνθρωπος
που καταβροχθίζει τον κόσμο με τα μάτια
και τον αποδίδει με τα χέρια του.
Ανάμεσα στα μάτια και τα χέρια του,
υπάρχει το κεφάλι και η καρδιά του και σ’ αυτά
ένα είδος πέψης και μεταμόρφωσης1.
Roger Garaudy
Θέαμα – θεατής – το ανδρείκελο – το ενυδρείο – το ασανσέρ
Η καταγωγή – η μνήμη – η φυσιογνωμία – η ταυτότητα
Η επιθυμία – ο έρωτας – ο θάνατος – οι εραστές – ο παράδεισος
Εγκλωβισμός – συνωστισμός – ανία – θλίψη – σεισμός
Το χαμένο σώμα της κοινωνίας και ο ποιητής ως υπαρξιακό ναυάγιο
Είμαστε σε μία εποχή που όλα είναι μαζικά. Καμία αναπαράσταση του υποκειμένου. Καμία επίσημη γλώσσα δε χρησιμοποιεί την τέχνη ως αλήθεια της. Η τεχνολογική εικόνα δε σου επιτρέπει να αναγνωρίσεις τον υποκειμενισμό μίας γλώσσας, δεν επιτρέπει να φανταστούμε τη διαφορετικότητα2.
Ακριβώς όπως οι ένοικοι του «Big Brother», έτσι και οι πολύχρωμοι θεατές του Εδουάρδου Σακαγιάν εγκλωβίζονται, συνωστίζονται, στοιχίζονται από τον ζωγράφο ο ένας πλάι στον άλλο, χωρίς απόσταση, αλλά και χωρίς διαπροσωπική επαφή, ενώ μας παρακολουθούν την ίδια στιγμή που τους παρακολουθούμε. Ακριβώς όπως και στα reality shows του εκούσιου –συνειδητού όμως ή ασυνείδητου;– εγκλωβισμού, όπου άνθρωποι άγνωστοι, αλλά παρόμοιοι, συν-κατοικούν προσφέροντας τον εαυτό τους ως θέαμα-βορά στους άλλους θεατές-ηδονοβλεψίες και ανθρωποφάγους του καναπέ, έτσι και οι άνθρωποι-ρέπλικες του Σακαγιάν, φαίνεται να προσφέρουν το είδωλό τους, εναλλάσσοντας διαρκώς ρόλους με τους θεατές τους, μέσα σ’ ένα λαβύρινθο που ενδεχομένως να τους φανερώσει την έξοδο, αλλά και τη χαμένη τους ταυτότητα.
Σαν ένα αλλιώτικο σαιξπηρικό θέατρο εν θεάτρω3, αλλά και σαν τον καθρέφτη στο έργο του Velazquez, που, όπως διαπιστώνει ο Foucault, «δεν αντανακλά τίποτε απ’ ό,τι βρίσκεται στον ίδιο χώρο μ’ αυτόν, αλλά αποκαθιστά την ορατότητα σε ό,τι παραμένει έξω από κάθε βλέμμα»4, έτσι και τα έργα του Σακαγιάν, «δε λειτουργούν», όπως ο ίδιος λέει, «σα δωμάτια», αλλά «σαν καθρέφτες που χωρούν μέσα τους όλους εμάς» που τους απευθύνουμε το βλέμμα5. Ο καθρέφτης των Ισπανών βασιλέων, αλλά και το ανεστραμμένο τελάρο του ζωγράφου δηλαδή στο έργο του Σακαγιάν είναι, θα λέγαμε, οι ίδιες οι μορφές των θεατών, οι οποίες εναλλάσσονται με τις δικές μας, καθώς μας παρατηρούν ενόσω τις παρατηρούμε, σαν το αόρατο εκείνο σημείο του πίνακα, που, και στις δύο περιπτώσεις, κάτι επιθυμεί να φανερώσει. Κάτι που, κατ’ επέκταση, θα λέγαμε, ότι έχει να κάνει με την ατομικότητα, τη διαφορετικότητα, την τραγική συνθήκη του σύγχρονου πολιτισμού, το αλλόκοτο, το παράδοξο, αλλά και το θαυματουργό. Γι’ αυτό και αυτή η πολυχρωμία, που είναι συγχρόνως και πολυβουία, του έργου του Σακαγιάν, αυτή η λαβυρινθώδης εικαστική επιφάνεια που φανερώνει εξίσου λαβυρινθώδεις χώρους, μέσα στους οποίους παραπλήσιοι αλλά ποτέ πανομοιότυποι άνθρωποι συνωστίζονται, περιορίζονται, συγκεντρώνονται και τελικά εγκλωβίζονται, φαίνεται να ενέχει τελικά τον ρόλο του δικού του καθρέφτη στο έργο του, εκείνου του «σπασμένου καθρέφτη», όπως τον αποκαλεί ο ίδιος, που συνεπάγεται την «αμφιβολία του προς τα στερεότυπα», ενώ επισημαίνει το «αποσπασματικό» της εικόνας6. Αυτό που έχει να κάνει τόσο με το αόρατο εκείνο σημείο, από όπου αυτούς που παρατηρούμε γίνονται ο εαυτός μας, όσο και με την ευρύτερη διάσταση της απουσίας, ή μάλλον του λακανικού «τραύματος», που αφορά στη «χαμένη συνάντηση με το πραγματικό»7.
Αυτήν ακριβώς τη χαμένη συνάντηση με το πραγματικό, άλλωστε, μοιάζει να εννοεί και ο ίδιος ο εικαστικός, τόσο όταν εντοπίζει την ειδοποιό διαφορά της ζωγραφικής από τη φωτογραφία, όσο και όταν κάνει λόγο για «το πρόβλημα της αναπαράστασης του ανθρώπου», επεξηγώντας ότι «η αναπαράσταση είναι αυτή που κάνει τον άνθρωπο μαζικό»8. Γι’ αυτό ίσως και στην παρατήρησή του, ότι «ο κόσμος πρέπει να κοιτάξει τον εαυτό του»9, θα πρέπει με τη σειρά μας να αναζητήσουμε τον ίδιο το ρόλο όχι μόνο των πολύχρωμων θεατών του, αλλά και της βιτρίνας – αυτής της άλλοτε υπαρκτής, όπως στο «Ασανσέρ», τα «Αυτοκίνητα», τους «Εργαζόμενους στους υπολογιστές» ή τους «Ακροατές οπτικοακουστικής συνέλευσης», και άλλοτε ανύπαρκτης ή μάλλον αόρατης façade, πρόσοψης-πρόφασης, όπως στη «Βόλτα νυχτερινή», στους «Ταξιδιώτες πλοίου», τους «Θεατές παιδιά» και τις «Μαθήτριες και καλειδοσκόπιο». Της γυάλινης δηλαδή και διάφανης βιτρίνας των καταστημάτων, των εστιατορίων, των αυτοκινήτων και των ασανσέρ, που σα μία άλλη οθόνη, «όπου προβάλλεται η σύγχυση του φανταστικού, αλλά και οι συνθήκες εγκλεισμού», μέσα της εγκλωβίζονται, την ίδια στιγμή που αποκαλύπτονται, «ομοιώματα ανθρώπων, δηλαδή κούκλες βιτρίνας ή μαριονέτες λούνα παρκ, που λειτουργούν ως πρότυπα – μοντέλα και δημιουργούν συχνά απάνθρωπες εντυπώσεις και επιθυμίες»10. Μέσω της βιτρίνας συνεπώς, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως επιτείνεται η σημασία της αναπαράστασης, του ειδώλου, αλλά και των ίδιων των θεατών, αυτών που ενυπάρχουν στα έργα και για τους οποίους, όπως λέει ο εικαστικός, «το περιβάλλον τους είναι οι άλλοι»11, αλλά και εκείνους που ως «θεατές-ηδονοβλεψίες ανακαλύπτουν ότι παρακολουθούνται από τα πρόσωπα του έργου», όπως διαπιστώνει ο Μουτσόπουλος12, και οι οποίοι συνειδητοποιούν σταδιακά ότι οδηγούνται σε μία άλλη θέαση, που αυτή τη φορά έχει να κάνει μάλλον με την αυτο-παρατήρηση μέσω της μορφής του άλλου που μου μοιάζει, που οδηγεί παρόμοιο αυτοκίνητο, που στέκεται στις ουρές, που συνωστίζεται στο μποτιλιάρισμα, στις αίθουσες του κινηματογράφου, στο πλοίο ή στην εξοχή.
Με αυτά λοιπόν τα μέσα, αλλά και με τη μαύρη φιγούρα που παρεισφρέει ανάμεσα στο πλήθος, και η οποία συνιστά τη «μορφοποίηση της κακής συνείδησης του ζωγράφου ενάντια στην πρόοδο και τις συνέπειες αυτής στο σημερινό άνθρωπο ως ατομικότητα»13, και συνεπώς, της προσωπικής του αποξένωσης, ο Σακαγιάν ασκεί μία «ζωική κριτική από ένστικτο»14, την ίδια στιγμή που στήνει πράγματι ένα πολύ ισχυρό και ταυτόχρονα εικονοκλαστικό γλωσσικό οικοδόμημα, με βασικό ζητούμενο την «αναστήλωση του υποκειμένου»15, ή ό,τι θα μπορούσαμε να εννοήσουμε ως επανασύνδεση με την υποκειμενική ταυτότητα και γλώσσα, επανεύρεση και επανέκφραση της διαφορετικότητας.
Συγχρόνως, μέσα από τα πορτρέτα, το «Κορίτσι», τη «Γυναίκα στην Ταράτσα», το «Αέρινο πρόσωπο», τη «Γυναίκα με το παιδί», το «Μεγάλο παιδί», τον «Χωριάτη», τον «Desperate Man», τη «Διακόσμηση της θλίψης» και τους «Γονείς του ποιητή», ο Σακαγιάν μοιάζει να αποκαλύπτει μία ακόμη διάσταση. Το τραύμα δεν αφορά πλέον στο χαμένο σώμα της κοινωνίας, αλλά έχει να κάνει με την επιθυμία του ίδιου του υποκειμένου να προσδιορίσει την ταυτότητά του. Με μια έκφραση που θυμίζει περισυλλογή και προβληματισμό μαζί, απέναντι στη συνείδηση της χαμένης αθωότητας, της απώλειας και αδυναμίας επανασύνδεσης με το παρελθόν, οι άνθρωποι αυτοί, οι αγαπημένοι του Σακαγιάν, φαίνεται να βρίσκονται στο μεταιχμιακό εκείνο χώρο που χωρίζει αλλά και συνδέει τον κοινωνικό με τον υπαρξιακό άνθρωπο. Τον ντυμένο με τον γυμνό άνθρωπο, το ερωτικό σώμα των «Εραστών» του 2005, του «Ύπνου», των «Εραστών μπροστά στη βιβλιοθήκη» ή του «In Paradisum», που, όπως λέει ο ίδιος ο Σακαγιάν, «φανερώνουν την επιθυμία του άλλου, για να μειωθεί το τραύμα της μοναξιάς». Άλλωστε, «το τραύμα είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο ερωτικό»16.
Τα έργα αυτά συνεπώς, που, σύμφωνα πάλι με τον εικαστικό, είτε «φανερώνουν ένα χώρο φιλικό, αρμονικό, καθόλου εχθρικό (In Paradisum), είτε καταργούν εντελώς το χώρο, απόλυτα αφοσιωμένοι ο ένας άνθρωπος στον άλλον» (Εραστές)17, θα λέγαμε, με τη σειρά μας, πως μας φέρνουν πιο κοντά στην έξοδο από τον λαβύρινθο των ομοιωμάτων, των ειδώλων, των χώρων εγκλεισμού και εγκλωβισμού της επιθυμίας. Γι’ αυτό και εδώ ο χώρος είτε καταργείται εντελώς, είναι ένας μη χώρος, κατά την έκφραση του Σακαγιάν, είτε γίνεται θαυματουργός, χωρίς βιτρίνες, ενυδρεία, οθόνες. Ιδιαίτερα δηλαδή με τα γυμνά, θα λέγαμε πως αυτή η «κοινωνική πραγματικότητα της μεταμοντέρνας κουλτούρας που μεταλλάσσεται σε μία ερημιά γεμάτη καθρέφτες, καθώς κάθε αντικείμενο ατενίζει την αφηρημένη ουσία του σε ένα άλλο κ.ο.κ.»18, όπως έχει παρατηρήσει ο Terry Eagleton, και, όπως αποκαλύπτεται κατά έναν τρόπο στα έργα των θεατών, εδώ παύει να υφίσταται ως τέτοια. Αντίθετα, η διαπροσωπική επαφή, η ερωτική συνεύρεση, η φαντασίωση, η επιθυμία του άλλου και για τον άλλον, πλησιάζουν μάλλον προς την έξοδο από τον λαβύρινθο, ενώ περιορίζουν ή και καταργούν τη ματαίωση της επιθυμίας και τη καταδυνάστευση οποιασδήποτε ηδονής ως τα βασικά γνωρίσματα ενός «πολιτισμού – πηγής δυστυχίας»19.
Μέσα λοιπόν από έργα «αντιμνημειακά και έκκεντρα»20, όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, ο Σακαγιάν καταφέρνει να ασκήσει αυτή τη «ζωική-βιολογική», όπως την αποκαλεί, «κριτική», ένα είδος αντιρητορικής, θα λέγαμε, στις συνθήκες που προσδιορίζουν τη σύγχρονη εποχή, αλλά και το ίδιο το άτομο που έχει μηδενίσει τα όρια αντίστασής του και παρασύρεται από αυτόν τον πολύχρωμο λαβύρινθο που του στερεί την ιδιαιτερότητα της ατομικής ταυτότητας αλλά και της κριτικής σκέψης. Με τη διαφορά ότι στη δική του απεικόνιση της «κοινωνίας του θεάματος», της σύγχρονης δηλαδή κοινωνίας που, όπως και στον Debord, μοιάζει να «αναγγέλλεται σαν ένα τεράστιο συνοθύλευμα θεαμάτων, κατά το οποίο αυτό που συνιστούσε το άμεσα βιωμένο, έχει τώρα απωθηθεί στην αναπαράσταση και συνεπάγεται το μη πραγματικό της πραγματικής κοινωνίας»21, ο Σακαγιάν απεικονίζει επίσης τη μαύρη φιγούρα και το γυμνό σώμα. Τον υπαρξιακό άνθρωπο που υποκειμενοποιεί τις κοινωνικές αναπαραστάσεις, την ίδια στιγμή που, υπό την έννοια ενός «υποκειμενικού ρεαλισμού που συχνά είναι θαυματουργός, συνδυάζει την παρατήρηση με την εξιδανίκευση», προσδίδει δηλαδή στην «αγχώδη έκφραση του ατόμου ως υπαρξιακή μαρτυρία και σπαραγμό»22 τη διάσταση της επιθυμίας και συνεπώς και της φαντασίας.
Ειρήνη Βενιεράκη Δρ Αισθητικής και Ιστορίας της Τέχνης Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε.